pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Ιατρικές εξετάσεις και διαδικασίες

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις σχετικά με τις ιατρικές εξετάσεις και τη διαδικασία, όπως "incision", "scan", "MRI" κ.λπ. που χρειάζονται για την εξέταση TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for TOEFL
examination

the process of looking closely at something to identify any issues

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "examination"
procedure

an operation performed by medical professionals to diagnose, treat, etc. a medical condition or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "procedure"
to operate

to cut open a part of the body in order to repair or remove a damaged organ

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to operate"
incision

a surgical cut made in flesh or skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incision"
medical

related to medicine, treating illnesses, and health

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "medical"
sample

a small amount of a substance taken from a larger amount used for scientific analysis or therapeutic experiment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sample"
medical

a careful and complete physical assessment of a person's health

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "medical"
to scan

(of a medical device) to take a picture of a body part often using X-rays for detailed examinations by a specialist

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scan"
CT scan

a medical examination during which a series of detailed pictures of areas inside the body is created by the use of a computer linked to an X-ray machine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "CT scan"
X-ray

an image of the inside of a body created using X-rays

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "X-ray"
magnetic resonance imaging

a technique in which a powerful magnetic field is used to produce detailed images of areas inside the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "magnetic resonance imaging"
ultrasound

the application of ultrasonic waves for medical purposes, such as producing an image of a growing fetus

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ultrasound"
surgery

a medical practice that involves cutting open a body part in order to repair, remove, etc. an organ

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surgery"
surgical

related to or involving medical procedures that involve making incisions in the body to treat injuries, diseases, or deformities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surgical"
abortion

(medicine) a medical procedure to remove the fetus from the uterus

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abortion"
caesarean section

a medical procedure to deliver a baby by cutting the belly of the mother

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "caesarean section"
to implant

to insert a living tissue or an artificial object into the body via medical procedure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to implant"
to transplant

to surgically remove an organ from someone's body and put it in someone else's body

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transplant"
nose job

a surgical procedure performed on someone's nose that changes its appearance to make it look more attractive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nose job"
plastic surgery

a medical operation performed on a part of the body in order to improve its appearance or repair skin injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plastic surgery"
to stitch

to join the edges of a wound together by a thread and needle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stitch"
to screen

to examine and test a person in order to check if they are sick or not

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to screen"
to diagnose

to find out the cause of a problem or what disease a person has by examining the symptoms

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to diagnose"
diagnosis

the identification of the nature and cause of an illness or other problem

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diagnosis"
operable

(of a medical condition) treatable with surgery

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "operable"
to bandage

to cover a wound or part of the body with a piece of cloth for protection

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bandage"
to plaster

to encase a part of the body in plaster

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plaster"
hospitalization

the fact of being placed in a hospital for medical treatment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hospitalization"
specialist

a doctor who is highly trained in a particular area of medicine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "specialist"
surgeon

a doctor who performs medical operation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surgeon"
therapist

a person who is trained to treat a particular type of disease or disorder, particularly by using a specific therapy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "therapist"
paramedic

a trained individual who provides emergency medical care to people before taking them to the hospital

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paramedic"
psychiatrist

a medical doctor who specializes in the treatment of mental illnesses or behavioral disorders

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "psychiatrist"
checkup

a complete medical examination of the body to see if there are any health issues

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "checkup"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek