pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Υγεία και Ιατρική

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την υγειονομική περίθαλψη και την ιατρική, όπως «αναζωογονείτε», «θεραπεύω», «θεραπεία» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for TOEFL
treatment

an action that is done to relieve pain or cure a disease, wound, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "treatment"
medicine

a substance that treats injuries or illnesses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "medicine"
medication

something that we take to prevent or treat a disease, or to feel less pain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "medication"
to heal

to become healthy again

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to heal"
painkiller

a type of medicine that is used to reduce or relieve pain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "painkiller"
to cure

to make someone regain their health

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cure"
remedy

a treatment or medicine for a disease or to reduce pain that is not severe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "remedy"
to soothe

to reduce the severity of a pain

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to soothe"
to revive

to make a person become conscious again

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to revive"
to rehabilitate

to help someone to restore to a healthy and independent state after a period of imprisonment, addiction, illness, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rehabilitate"
therapy

the act of treating mental or physical illnesses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "therapy"
vaccine

a substance, often administered through needle injections, that stimulates the body's immune response against harmful diseases

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vaccine"
vaccination

the process or an act of introducing a vaccine into the body as a precaution against contracting a disease

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vaccination"
quarantine

a place or period of separation in which someone or something that is suspicious of carrying a dangerous disease is kept away so that others can be safe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quarantine"
to isolate

to keep a person or an animal apart to stop a contagious illness from spreading

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to isolate"
injection

the action of putting a drug into a person's body using a syringe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "injection"
side effect

a secondary effect of any drug or medicine, usually an undesirable one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "side effect"
immune

safe from catching a disease or being infected

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immune"
resistance

the ability of someone or something that keeps them from being affected by something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resistance"
practice

the professional work or business of a doctor, lawyer, dentist, or other experts providing services to clients or patients

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "practice"
pharmacy

a shop where medicines are sold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pharmacy"
prescription

the written instructions of a doctor that allow the patient to get the medicines needed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prescription"
antibiotic

a drug that is used to destroy bacteria or stop their growth, like Penicillin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antibiotic"
first aid

a basic medical treatment given to someone in an emergency before they are taken to the hospital

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "first aid"
intensive care

special treatment provided for someone who is seriously injured or is extremely ill

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intensive care"
self-care

the action of taking care of oneself by exercising, eating good food, and sleeping well to improve or maintain health

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-care"
recovery

the process of becoming healthy again after an injury or disease

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recovery"
physical therapy

a type of medical treatment that uses physical techniques such as massages, exercises, etc. rather than drugs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "physical therapy"
conventional

(of medical care) treating diseases based on modern science, using drugs, surgery, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conventional"
traditional medicine

a type of medical treatment that is primarily based on cultural practices and beliefs from previous generations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "traditional medicine"
alternative medicine

any type of treatment such as herbalism, faith healing, etc. that does not follow the usual methods of Western medicine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternative medicine"
acupuncture

a method of treatment in which thin needles are inserted in specific spots on the body, originated in China

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acupuncture"
mental health

the well-being of a person's mind

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mental health"
antidepressant

a drug that is used to treat people who feel extremely sad and anxious

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antidepressant"
insurance

the arrangement with an institute or agency according to which they guarantee to make up for the damages in the event of an accident or loss

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insurance"
hygiene

the steps one takes to promote health and avoid disease, particularly by cleaning things or being clean

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hygiene"
anesthetic

a type of drug that makes the whole or part of the body unable to feel pain when administered

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anesthetic"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek