pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Κοινωνία και Κοινωνικά Θέματα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την κοινωνία και τα κοινωνικά θέματα, όπως «αριστοκρατία», «ανεκτικότητα», «φεμινισμός» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for TOEFL
class

a group of people having the same economic or social status in a particular society

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "class"
aristocracy

people in the highest class of society who have a lot of power and wealth and usually high ranks and titles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aristocracy"
noble

belonging to the highest social or political class

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "noble"
civil

related to the citizens of a country

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "civil"
citizen

someone whose right of belonging to a particular state is legally recognized either because they are born there or are naturalized

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "citizen"
status

someone or something's professional or social position relative to that of others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "status"
welfare

a financial aid provided by the government for people who are sick, unemployed, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "welfare"
tolerance

willingness to accept behavior or opinions that are against one's own

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tolerance"
philanthropy

the activity of helping people, particularly financially

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "philanthropy"
sexuality

the qualities and activities that are related to sex

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sexuality"
gender

the fact or condition of being male, female or non-binary that people identify themselves with based on social and cultural roles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gender"
feminine

related to qualities, characteristics, or behaviors typically associated with women

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feminine"
masculine

related to qualities, characteristics, or behaviors typically associated with men

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "masculine"
feminism

the movement that supports equal treatment of men and women and believes women should have the same rights and opportunities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feminism"
race

each of the main groups into which humans can be divided based on their physical attributes such as the color of their skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "race"
ethnicity

the state of belonging to a certain ethnic group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ethnicity"
multicultural

relating to or involving several different cultures

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "multicultural"
global village

‌the whole world considered as a small place because of being closely connected by modern communication systems

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "global village"
inequality

a situation where there is a lack of fairness or equal treatment between individuals or groups

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inequality"
gender gap

the differences between men and women's rights, opportunities, and treatment in society

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gender gap"
to discriminate

to unfairly treat a person or group of people based on their sex, race, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to discriminate"
diversity

the practice of involving many people from different cultures, social backgrounds, sexual orientations, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diversity"
superior

higher in status or rank in comparison with someone or something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "superior"
inferior

lower in rank or status in comparison with someone or something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inferior"
segregation

the policy of separating a group of people from the rest based on racial, sexual, or religious grounds and discriminating against them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "segregation"
homelessness

the fact or condition of not having a home

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homelessness"
sexism

an unfair treatment based on the belief that one gender, particularly female, is weaker, less intelligent, or less important than the other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sexism"
racism

the unjust or violent behavior toward people because their race is different form one's own

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "racism"
alcoholism

a medical condition caused by drinking an excessive amounts of alcohol on a regular basis

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alcoholism"
addiction

the inability to stop using or doing something, particularly something harmful or unhealthy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "addiction"
demonstration

a display of support for or protest against something or someone by a march or public meeting

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "demonstration"
minority

a small group of people who differ in race, religion, etc. and are often mistreated by the society

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "minority"
prejudice

an unreasonable opinion or judgment based on dislike felt for a person, group, etc., particularly because of their race, sex, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prejudice"
starvation

a situation where a person or animal dies or greatly suffers from having no food for a long time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "starvation"
slum

(often plural) a very poor and overpopulated area of a city or town in which the houses are not in good condition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slum"
shelter

a place in which very poor people are provided with food and housing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shelter"
refugee

a person who is forced to leave their own country because of war, natural disaster, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refugee"
community service

unpaid work done either as a form of punishment by a criminal or as a voluntary service by a citizen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "community service"
social worker

someone who is employed to give advice to or provide help for those with family or financial problems

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "social worker"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek