pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Φυσικές καταστάσεις και τραυματισμοί

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για σωματικές καταστάσεις και τραυματισμούς, όπως «πληγή», «παχυσαρκία», «ζάλη» κ.λπ. που χρειάζονται για την εξέταση TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for TOEFL
allergy

a medical condition in which one's body severely reacts to a specific substance if it is inhaled, touched, or ingested

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "allergy"
nausea

the feeling of discomfort in the stomach, often with the urge to vomit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nausea"
wound

an injury inflicted to the body especially one that seriously damages the skin or the flesh

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wound"
bruise

an injury on the skin that appears as a dark mark, caused by a blow involving the rupture of vessels underneath

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bruise"
scar

a mark that is left on one's skin after a wound or cut has healed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scar"
migraine

a severe recurring type of headache, particularly affecting one side of the head, and often causing visual disturbances and nausea

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "migraine"
obesity

the condition of having such a high amount of body fat that it becomes very dangerous for one's health

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "obesity"
dependent

not able to stop taking or using something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dependent"
to overdose

to give or take an excessive amount of a drug at a given time, which could be fatal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overdose"
unconscious

(of a person) unresponsive and unaware of the surroundings, typically caused by either an illness or injury

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unconscious"
to vomit

to eject what has been eaten or drunk through the mouth

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to vomit"
dizzy

unable to keep one's balance and feeling as though everything is circling around one, caused by an illness or looking down from a high place

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dizzy"
to faint

to suddenly lose consciousness from a lack of oxygen in the brain, which is caused by a shock, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to faint"
fit

an attack caused by an illness such as epilepsy, resulting in unconsciousness and violent movements of the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fit"
to swell

to become rounder or larger, particularly due to an increase in the amount of fluid

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to swell"
to shiver

to slightly shake as a result of feeling cold, scared, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shiver"
to relapse

to become sick again after an improvement in one's health

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to relapse"
to collapse

(of a person) to fall and usually become unconscious due to illness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to collapse"
coma

a state of deep unconsciousness, typically of a long duration and caused by a serious injury or severe illness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coma"
outbreak

the unexpected start of something terrible, such as a disease

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outbreak"
to infect

to transmit a disease to a person, animal, or plant

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to infect"
feverish

having or caused by a fever

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feverish"
dehydration

a harmful state in which the body has lost a lot of water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dehydration"
complication

a secondary health condition that makes the treatment of the existing condition harder

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complication"
to develop

to start to have a particular disease or problem

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to develop"
severe

very bad, harsh, or intense

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "severe"
acute

(of an illness) suddenly becoming severe but for a short time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acute"
scratch

a small cut on the skin caused by something sharp, like a fingernail, thorn, or rough surface

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scratch"
to sprain

(of a ligament) to be suddenly twisted, which results in much pain

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sprain"
burn

a mark or injury that is caused by exposure to fire, acid, heat, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "burn"
agony

severe physical or mental pain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agony"
epidemic

the rapid spread of an infectious disease within a specific population, community, or region, affecting a significant number of individuals at the same time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "epidemic"
pandemic

a disease that spreads across a large region or even across the world

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pandemic"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek