pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Γλώσσα και Γραμματική

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τη γλώσσα και τη γραμματική, όπως «contraction», «voice», «syllable» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for TOEFL
abbreviation

the shortened form of a word, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abbreviation"
contraction

a short form of a word or a group of words used instead of the full form

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contraction"
dialect

the spoken form of a language specific to a certain region or people which is slightly different from the standard form in words and grammar

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dialect"
accent

a manner of speaking that indicates social class, nationality, or locality of the speaker

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accent"
apostrophe

the symbol ' used in writing to show possession or omission of letters or numbers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apostrophe"
article

(grammar) any type of determiner that shows whether we are referring to a particular thing or a general example of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "article"
agreement

(grammar) the situation where words in a phrase have the same gender, person, or number

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agreement"
number

(grammar) the form of a word that indicates whether one, two, or more things or people are being referred to

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "number"
syllable

a word or part of a word, which contains a vowel sound and usually one or more consonants

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "syllable"
vowel

‌(phonetics) a speech sound produced without interfering with the flow of air coming through the mouth or nose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vowel"
consonant

‌(phonetics) a speech sound produced by interfering with or stopping the flow of air through the mouth or nose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consonant"
voice

(grammar) the form of a verb that indicates whether the subject does something or something is done to it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voice"
auxiliary

a verb that supports or helps another verb to form different tenses, moods, or voices

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "auxiliary"
complement

(grammar) a word, phrase, or clause that is necessary to complete the meaning of a predication

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complement"
compound

(of a word) consisting of two or more parts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compound"
conjunction

(grammar) a word such as and, because, but, and or that connects phrases, sentences, or words

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conjunction"
prepositional

(grammar) formed with or connected to a preposition

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prepositional"
determiner

(grammar) a word coming before a noun or noun phrase to specify its denotation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "determiner"
fluency

the quality of being able to speak or write very well and easily in a foreign language

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fluency"
gerund

(grammar) a form of a verb that functions as a noun and is formed by adding the suffix -ing to the base form of the verb

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gerund"
collocation

a particular combination of words that are used together very often

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "collocation"
idiom

a group of words or a phrase that has a meaning different from the literal interpretation of its individual words, often specific to a particular language or culture

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "idiom"
slang

words or expressions that are very informal and more common in spoken form, used especially by a particular group of people, such as criminals, children, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slang"
proverb

a well-known statement or phrase that expresses a general truth or gives advice

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proverb"
imperative

(of grammar) asserting a command or order

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imperative"
interjection

(grammar) a phrase or word used suddenly to express a particular emotion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interjection"
intonation

(phonetics) the rising and falling of the voice when speaking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intonation"
transitive

(grammar) describing a verb that needs a direct object

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transitive"
intransitive

(grammar) describing a verb that does not take a direct object

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intransitive"
linguistic

related to the science of language, including its structure, usage, and evolution

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "linguistic"
metaphor

a figure of speech that compares two unrelated things to highlight their similarities and convey a deeper meaning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "metaphor"
progressive

(grammar) describing a form of a verb that indicates an action is continuing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "progressive"
punctuation

the use of marks such as a period, comma, etc. in writing to divide sentences and phrases to better convey meaning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "punctuation"
quote

a sentence from a speech, book, etc. that is repeated somewhere else because it is wise or interesting

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quote"
double negative

a grammatical construction in which two negative elements are used within the same sentence, often resulting in a positive meaning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "double negative"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek