pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Ταξίδια και τουρισμός

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τα ταξίδια και τον τουρισμό, όπως «hostel», «resort», «lobby» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for TOEFL
accommodations

a place to stay in for a short period, often with food or other services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accommodations"
hostel

a place or building that provides cheap food and accommodations for visitors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hostel"
apartment hotel

a hotel with apartments that one can rent for an indefinite amount of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apartment hotel"
bed and breakfast

a small hotel or guesthouse that provides the residents with a resting place and breakfast

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bed and breakfast"
motel

a hotel near the road suitable for people who are on a road trip, usually with rooms arranged in a row and parking places outside

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motel"
suite

a series of rooms, particularly in a hotel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suite"
resort

an establishment that provides vacationers with lodging, food, entertainment, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resort"
check-in

the process of arriving at a location such as an airport, a hotel, etc., and reporting one's presence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "check-in"
checkout

the time when a guest should leave a hotel room, pay the bills, and return the key

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "checkout"
concierge

someone who is employed by a hotel to help guests by booking events, making restaurant reservations, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concierge"
desk clerk

the receptionist of a hotel, who is responsible for greeting and assisting visitors, answering phones, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "desk clerk"
vacancy

(in a hotel, etc.) an available room

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vacancy"
vacationer

a person who is on vacation or holiday, typically traveling away from home for leisure or relaxation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vacationer"
en suite

a bathroom that is directly connected to a bedroom

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "en suite"
lounge

a comfortable area, often in an airport or hotel, where people can relax, wait, or socialize, typically offering seating, refreshments, and sometimes Wi-Fi

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lounge"
lobby

the area just inside the entrance of a public building such as a hotel, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lobby"
housekeeping

the department tasked with cleaning rooms, etc. in a hotel, hospital, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "housekeeping"
maid

a female servant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maid"
all-inclusive

including everyone or everything, particularly for a single price

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "all-inclusive"
minibar

a small refrigerator in a hotel room with different types of drinks or snacks inside

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "minibar"
room service

a hotel service where guests can order food, drinks, or other amenities to be delivered to their room, typically from a menu provided by the hotel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "room service"
low season

the time of the year that a hotel, resort, etc. has the least visitors and prices are lower than normal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "low season"
high season

the time of the year that visiting a hotel, attraction, etc. is in high demand and the prices are high

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high season"
to backpack

to hike or travel carrying one's clothes, etc. in a backpack

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to backpack"
reservation

the act of arranging something, such as a seat or a hotel room to be kept for you to use later at a particular time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reservation"
cancelation

the act of stopping a planned event from happening or an order for something from being completed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cancelation"
to overbook

to sell more tickets or accept more reservations than the available number of seats, rooms, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overbook"
duty-free

(of goods) able to be imported without paying tax on them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "duty-free"
cruise

a journey taken by a ship for pleasure, especially one involving several destinations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cruise"
excursion

a short trip taken for pleasure, particularly one arranged for a group of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excursion"
to get away

to go on vacation away from home

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get away"
itinerary

a plan of the route and the places that one will visit on a journey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "itinerary"
bellhop

a person who is employed by a hotel to carry the guests' baggage to their rooms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bellhop"
to sightsee

to visit interesting and well-known places

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sightsee"
touristy

intended for, visited by, or attractive to tourists, in a way that one does not like it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "touristy"
hitchhiking

a means of traveling by standing at the side of a road and signaling passing cars to stop and asking them to give one a ride, which is usually free

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hitchhiking"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek