pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Εγκλημα και τιμωρία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για το έγκλημα και την τιμωρία, όπως «κατάδικος», «άλλοθι», «απάτη» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for TOEFL
violation

the act of breaking a legal code

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "violation"
assault

an act of crime in which someone physically attacks another person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assault"
investigation

an attempt to gather the facts of a matter such as a crime, incident, etc. to find out the truth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "investigation"
suspect

someone who is believed to be guilty of an offence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suspect"
criminal

someone who does or is involved in an illegal activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "criminal"
convict

a person found guilty of a crime and sent to prison

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convict"
to imprison

to put someone in prison or keep them somewhere and not let them go

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to imprison"
alibi

proof that indicates a person was somewhere other than the place where a crime took place and therefore could not have committed it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alibi"
to confess

to admit, especially to the police or legal authorities, that one has committed a crime or has done something wrong

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to confess"
confession

a personal account where someone openly admits to their mistakes or reveals private details about their life

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confession"
to breach

to break an agreement, law, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to breach"
blackmail

the crime of demanding money or benefits from someone by threatening to reveal secret or sensitive information about them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blackmail"
terrorism

the act of using violence such as killing people, bombing, etc. to gain political power

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "terrorism"
vandalism

the illegal act of purposefully damaging a property belonging to another person or organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vandalism"
kidnapping

the act of taking someone against their will and imprisoning them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kidnapping"
identity theft

the illegal use of someone's name and personal information without their knowledge, particularly to gain money or goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "identity theft"
fraud

the act of cheating in order to make illegal money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fraud"
hijack

seizure of a vehicle in transit either to rob it or divert it to an alternate destination

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hijack"
human trafficking

the crime of transporting or controlling people and forcing them to work in the sex trade or other forms of forced labor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "human trafficking"
shoplifting

the crime of taking goods from a store without paying for them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shoplifting"
pickpocketing

the action of stealing from a person's pocket or bag

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pickpocketing"
mugging

the act of threatening someone or beating them in order to gain some money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mugging"
bribery

the act of offering money to an authority to gain advantage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bribery"
capital punishment

the killing of a criminal as punishment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capital punishment"
life sentence

the punishment in which an individual is made to stay in jail for the rest of their life, typically for committing a serious crime

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "life sentence"
sentence

the punishment that the court assigned for a guilty person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sentence"
offense

any act that is against a law

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "offense"
attempted

(of a crime, suicide, etc.) not done successfully

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attempted"
to capture

to catch an animal or a person and keep them as a prisoner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to capture"
to condemn

to give a severe punishment to someone who has committed a major crime

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to condemn"
corrupt

using one's power or authority to do illegal things for personal gain or financial benefit

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corrupt"
to fine

to make someone pay a sum of money as punishment for violation of the law

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fine"
penalty

a punishment that someone receives for violating a law, contract, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "penalty"
custody

a state in which a person is kept in jail or prison, particularly while waiting to be tried

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "custody"
hostage

someone held prisoner by a person or group who will be set free if the demands of that person or group are met

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hostage"
innocent

not having committed a wrongdoing or offense

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "innocent"
guilty

having done something that is not legal offense

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guilty"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek