pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Μαθηματικά και Μέτρηση

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τα μαθηματικά και τη μέτρηση, όπως «υπολογισμός», «κλάσμα», «διάμετρος» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for TOEFL
calculation

the act of finding a number or amount using mathematics

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "calculation"
arithmetic

a branch of mathematics that deals with addition, subtraction, multiplication, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arithmetic"
mathematical

related to or used in mathematics

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mathematical"
numerical

represented in numbers

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "numerical"
ordinal number

a number that indicates the position of something in a sequence or series

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ordinal number"
measure

the quantity, amount, or degree of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "measure"
value

(mathematics) an amount that is shown by a sign or letter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "value"
fraction

a part of a whole number, such as ½

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fraction"
digit

one of the numbers from 0 to 9

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "digit"
diameter

a straight line from one side of a round object, particularly a circle, passing through the center and joining the other side

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diameter"
equation

(mathematics) a statement indicating the equality between two values

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equation"
parallel

having an equal distance from each other at every point

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parallel"
decimal

relating to a system of numbers based on powers of ten, where quantities are expressed using digits, including fractions and whole numbers

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decimal"
vertical

positioned at a right angle to the horizon or ground, typically moving up or down

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vertical"
width

the distance of something from side to side

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "width"
unit

a standard measure used to tell the amount of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unit"
function

(mathematics) a quantity whose value changes according to another quantity's varying value

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "function"
circumference

(geometry) the length of the external boundary of a curved shape, especially a circle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "circumference"
axis

an imaginary line in the middle of an object around which the object revolves

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "axis"
probability

(mathematics) a number representing the chances of something specific happening

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "probability"
dimension

a measure of the height, length, or width of an object in a certain direction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dimension"
to subtract

(mathematics) to take a number from another number and find out the difference

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to subtract"
to total

to add up numbers or quantities to find the overall amount

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to total"
cubic

indicating a unit of measurement that includes volume of a cube

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cubic"
ounce

a unit for measuring weight equal to approximately 28.34 grams

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ounce"
gallon

a unit used to measure liquids in the United States, equivalent to approximately 3.785 liters

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gallon"
bar chart

a graphical display of information consisting of narrow rectangular lines whose heights depend on the value that they are representing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bar chart"
pie chart

a graphical display of the difference between the parts of a whole shown by dividing a circle into several segments

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pie chart"
acre

a unit used in North America and Britain for measuring land area that equals 4047 square meters or 4840 square yards

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acre"
formula

(mathematics) a rule or law represented in symbols, letters, or numbers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "formula"
accountant

someone whose job is to keep or check financial accounts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accountant"
analyst

a trained individual who evaluates information and data to provide insights and make informed decisions in various fields such as finance, economics, business, technology, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "analyst"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek