pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Μηχανική και Έρευνα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τη μηχανική και την έρευνα, όπως «wire», «switch», «crane» κ.λπ. που χρειάζονται για την εξέταση TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for TOEFL
apparatus

tools or machines that are designed for a specific purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apparatus"
instrument

a device or tool that requires specific knowledge on how to be used

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "instrument"
microchip

a small piece of material that is a semiconductor, used to make an integrated circuit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "microchip"
telescope

a piece of equipment by which the far objects, particularly those in space, are made clearly visible

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "telescope"
wire

a long and thin piece of metal that carries an electric current

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wire"
switch

something such as a button or key that turns a machine, lamp, etc. on or off

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "switch"
sensor

a machine or device that detects any changes in the environment and sends the information to other electronic devices

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sensor"
circuit

the complete circle through which an electric current flows, typically consists of the source of electric energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "circuit"
screw

a small pointy piece of metal that can be fasten into wooden or metal objects using a screwdriver to hold things together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "screw"
machinery

machines, especially large ones, considered collectively

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "machinery"
mechanical

(of an object) powered by machinery or an engine

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mechanical"
cable

a group of wires bundled together for transmitting electricity that is protected within a rubber case

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cable"
crane

a very large tall machine used for lifting heavy objects

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crane"
capacity

the quantity that is possible by a machine, etc. to produce

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capacity"
to service

to check and fix something so it is becomes ready to be used

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to service"
prototype

an early or preliminary model of something from which other forms are developed or copied

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prototype"
current

a flow of electricity resulted from the movement of electrically charged particles in a direction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "current"
adapter

a device used for connecting two pieces of equipment that are not compatible with each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adapter"
to model

to make a representation of something, especially one based on mathematics

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to model"
laboratory

a place where people do scientific experiments, manufacture drugs, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "laboratory"
sample

a small amount of a substance taken from a larger amount used for scientific analysis or therapeutic experiment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sample"
method

a specific way or process of doing something, particularly an established or systematic one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "method"
to conduct

to direct or participate in the management, organization, or execution of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conduct"
evaluation

a judgment on the quantity and quality of something after careful consideration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evaluation"
experimental

relating to or involving scientific experiments, especially those designed to test hypotheses or explore new ideas

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "experimental"
finding

a piece of information discovered as a result of a research

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finding"
hypothesis

an explanation based on limited facts and evidence that is not yet proved to be true

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hypothesis"
guinea pig

someone on whom scientific experiments are tested

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guinea pig"
to detect

to notice or discover something that is difficult to find

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to detect"
to classify

to put people or things in different categories or groups

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to classify"
discovery

the act of finding something for the first time and before others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discovery"
archeologist

a person whose job is to study ancient societies using facts, objects, buildings, etc. remaining in excavation sites

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "archeologist"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek