pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Ψώνια

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για αγορές, όπως «article», «retail», «bid» κ.λπ. που χρειάζονται για την εξέταση TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for TOEFL
article

a specific object or item, particularly one that is part of a set

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "article"
merchandise

goods offered for sale or the ones bought or sold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "merchandise"
coupon

a small piece of document that is used for buying things with a lower price

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coupon"
voucher

a digital code or a printed piece of paper that can be used instead of money when making a purchase or used to receive a discount

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voucher"
bargain

an item bought at a much lower price than usual

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bargain"
retail

the activity of selling goods or products directly to consumers, typically in small quantities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "retail"
auction

a public sale in which goods or properties are sold to the person who bids higher

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "auction"
to bid

to offer a particular price for something, usually at an auction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bid"
counter

a table with a narrow horizontal surface over which goods are put or people are served

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "counter"
stand

a booth where articles are displayed for sale

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stand"
window shopping

the activity of just looking at the goods in the windows of stores without going inside and buying something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "window shopping"
chain store

one of a series of stores that are all owned by the same company or person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chain store"
convenience store

a store that sells food, publications, alcohol, etc., often open 24 hours every day

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convenience store"
deli

a store that sells cheese, cooked meat, and foreign food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deli"
grocery

a store selling food and household items

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grocery"
farmers' market

a area in which farmers sell their products directly to the costumers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "farmers' market"
the cleaner's

a shop where one can do their laundry and dry cleaning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "the cleaner's"
stall

a stand or a small table or shop with an open front where people sell their goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stall"
outlet

a store or organization where the products of a particular company are sold at a lower price

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outlet"
stock

the items available for sale in a store or its warehouse

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stock"
transaction

the general process of purchasing or selling something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transaction"
barcode

a row of black and white lines printed on a product that contain information such as its price, readable only by a computer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barcode"
credit card

a plastic card, usually given to us by a bank, that we use to pay for goods and services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "credit card"
debit card

a small plastic card we use to pay for what we buy with the money taken directly from our bank account

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "debit card"
price tag

a label on an item that shows how much it costs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "price tag"
store card

a card that can be used to pay for items one buys in a particular store

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "store card"
cart

a vehicle with two or four wheels that we use to carry heavy objects while shopping

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cart"
checkout

a place in a supermarket where people pay for the goods they buy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "checkout"
to sell out

(of an event) to completely sell all available tickets, seats, leaving none remaining for further purchase

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sell out"
refund

an amount of money that is paid back because of returning goods to a store or one is not satisfied with the goods or services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refund"
on sale

available for purchase

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on sale"
rack

a shelf or frame with hooks or bars, etc. on which things can be put or hung

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rack"
register

a machine used in restaurants, stores, etc. in which the received money is kept and each transaction is recorded

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "register"
aisle

a narrow passage in a theater, train, aircraft, etc. that separates rows of seats

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aisle"
consumer

someone who buys and uses services or goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consumer"
consumerism

the idea or belief that personal well-being and happiness depend on the purchase of material goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consumerism"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek