pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Θρησκεία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τη θρησκεία, όπως «temple», «shrine», «soul» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for TOEFL
abbey

a church with buildings connected to it in which a group of monks or nuns live or used to live

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abbey"
temple

a building used for worshiping one or several gods, used by some religious communities, especially Buddhists and Hindus

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "temple"
mosque

a place of worship, used by Muslims

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mosque"
shrine

a place or building for people to pray in, which is considered holy by many due to its connection with a sacred person, event, or object

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shrine"
monastery

a building where a group of monks live and pray

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monastery"
believer

someone who believes in a god or a particular religion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "believer"
Christianity

the Abrahamic religion based on the teachings of Jesus of Nazareth, the followers of which regard the Bible as sacred

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Christianity"
Catholic

related to or belonging to the Western branch of the Christian Church that is led by the Pope

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Catholic"
Protestant

related to or belonging to the Western branch of the Christian Church, distinct from the Roman Catholic Church

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Protestant"
Christ

the man based on whose teachings Christianity is established

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Christ"
Bible

the holy book of Christianity that consists of the Old Testament and the New Testament

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Bible"
bishop

a high-ranking priest who supervises all the churches and priests in a city

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bishop"
father

the title used for Christian priests

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "father"
Saint

someone who, after their death, is officially recognized by the Christian Church as a very holy person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Saint"
monk

a member of a male religious group that lives in a monastery

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monk"
nun

a member of a female religious group that lives in a convent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nun"
to preach

to give a religious speech, particularly in a church

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to preach"
soul

the spiritual part of a person that is believed to be the essence of life in them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soul"
heaven

the realm of God and angels where the believers are promised to reside

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heaven"
hell

the realm of Satan and the evil forces in which sinners suffer after death eternally

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hell"
spiritual

relating to sacred matters such as religion, church, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spiritual"
to worship

to respect and honor God or a deity, especially by performing rituals

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to worship"
ritual

the act of conducting a series of fixed actions, particular to a religious ceremony

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ritual"
sin

any act that goes against the law of God

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sin"
faith

strong belief in a particular god or religion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "faith"
divine

originating from, relating to, or associated with God or a god

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "divine"
devil

the spirit that opposes God and tempts people to do wrong

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "devil"
Islam

the religion of the Muslims, which was established by Muhammad whose holy book is called the Quran

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Islam"
Muslim

a person who believes in Islam

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Muslim"
Quran

the sacred book of Islam which is written in Arabic

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Quran"
Buddhism

an Indian religion based on the teachings of Siddhartha Gautama, whose followers worship in temples

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Buddhism"
hinduism

the religion of most people in South Asia, Sri Lanka, and Nepal in which people worship multiple gods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hinduism"
enlightenment

(in Buddhism and Hinduism) the highest spiritual insight or wisdom that can be achieved

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enlightenment"
judaism

the religion of Jewish people that is monotheistic

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "judaism"
to convert

to change one's religious beliefs to a different one

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to convert"
carnival

a festival happening annually that involves dancing, music and colorful clothes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carnival"
to sacrifice

to kill an animal or person as a religious act

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sacrifice"
cult

a group of people with extreme religious views who are separate from any established religion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cult"
to commemorate

to recall and show respect for an important person, event, etc. from the past with an action or in a ceremony

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to commemorate"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek