pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Βιολογία, Φυσική και Χημεία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τη βιολογία, τη φυσική και τη χημεία, όπως «οργανισμός», «ύλη», «στοιχείο» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for TOEFL
biology

the scientific study of living organisms; the science that studies living organisms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biology"
reproduction

the sexual or asexual process of creating offspring

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reproduction"
metabolism

the chemical processes through which food is changed into energy for the body to use

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "metabolism"
organism

a living thing such as a plant, animal, etc., especially a very small one that lives on its own

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "organism"
life cycle

all the different stages of grow and development of a living organism

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "life cycle"
molecule

the smallest structure of a substance consisting of a group of atoms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "molecule"
molecular

consisting of or relating to molecules, which are groups of atoms bonded together

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "molecular"
matter

a physical substance that occupies space and exists in every material in the universe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "matter"
chemistry

the branch of science that is concerned with studying the structure of substances and the way that they change or combine with each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chemistry"
element

a substance that is composed of only one type of atom, typically characterized by specific physical and chemical properties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "element"
evolution

(biology) the slow and gradual development of living things throughout the history of the earth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evolution"
property

a feature or quality of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "property"
photosynthesis

a process in green plants during which the plant synthesizes using water and carbon dioxide

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "photosynthesis"
DNA

(biochemistry) a chemical substance that carries the genetic information, which is present in every cell and some viruses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "DNA"
gene

(genetics) a basic unit of heredity and a sequence of nucleotides in DNA that is located on a chromosome in a cell and controls a particular quality

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gene"
to react

(physics) to be subject to physical or chemical change

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to react"
fiber

any strand of muscle or nervous tissues

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fiber"
particle

(physics) any of the smallest units that energy or matter consists of, such as electrons, atoms, molecules, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "particle"
compound

(chemistry) a substance that its molecules consist of two or more elements that are held together by a chemical bond

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compound"
bond

a link that holds atoms or ions together in any molecule or crystal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bond"
atomic

related to atoms, the smallest units of matter, including their structure, properties, and interactions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "atomic"
nerve

each of a group of long thread-like structures in the body that carry messages between the brain and other parts of the body, sensing things is a result of this process

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nerve"
parasite

(biology) a small organism that lives on or inside another organism, called a host, and is dependent on it for nutrition and growth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parasite"
instinct

a natural reaction or behavior that occurs automatically, without conscious thought or reasoning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "instinct"
acid

a water-soluble chemical substance that contains Hydrogen and has a sour taste or corrosive feature with a PH less than 7

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acid"
electron

a small particle in an atom with negative charge

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electron"
vapor

extremely small drops of liquid in the air, resulted from the heating of the liquid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vapor"
glucose

a basic kind of sugar that is a component of carbohydrates and provides energy for many living organisms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glucose"
carbon

a nonmetal element that can be found in all organic compounds and living things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carbon"
calcium

a soft silver-white metal that is an important element in bones and teeth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "calcium"
nitrogen

one the most common elements in Earth's atmosphere

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nitrogen"
to dissolve

(of a solid) to become one with a liquid

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dissolve"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek