pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Ακαδημαϊκά) - Πόλεμος

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τον πόλεμο, όπως «guard», «arms», «troop» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for Academic IELTS
battle

a fight between opposing armed forces, particularly during a war

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "battle"
base

a place with buildings and facilities for military operations and activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "base"
to explode

to break apart violently and noisily in a way that causes destruction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to explode"
force

a group of trained and organized people such as the police, soldiers, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "force"
to guard

to protect a person, place, or property against harm or an attack

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to guard"
to order

to give an instruction to someone to do something through one's authority

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to order"
target

a person, building, or area marked to be attacked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "target"
weapon

an object that can physically harm someone or something, such as a gun, bomb, knife, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weapon"
air force

the branch of the armed forces that operates in the air using fighter aircraft

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "air force"
arms

weapons in general, especially those used by the military

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arms"
to command

to give an official order to a person or an animal to perform a particular task

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to command"
conflict

a military clash between two nations or countries, usually one that lasts long

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conflict"
to invade

to enter a territory using armed forces in order to occupy or take control of it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invade"
military

using warfare to achieve a goal

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "military"
navy

the branch of the armed forces that operates at sea using warships, destroyers, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "navy"
recruit

a new member of the armed forces or the police who is not yet fully trained

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recruit"
terrorism

the act of using violence such as killing people, bombing, etc. to gain political power

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "terrorism"
troop

armed forces or soldiers, especially by large numbers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "troop"
volunteer

someone who enlists in the armed forces without being forced

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "volunteer"
wound

an injury inflicted to the body especially one that seriously damages the skin or the flesh

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wound"
to assassinate

to murder a prominent figure in a sudden attack, usually for political purposes

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assassinate"
to blast

to violently damage or destroy something using explosives

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blast"
casualty

someone who is killed or wounded during a war or an accident

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "casualty"
chemical warfare

methods of warfare using chemical weapons

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chemical warfare"
civilian

a person who is not a member of or not on active duty in armed forces or the police

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "civilian"
civil war

a war that is between people who are in the same country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "civil war"
cold war

a state of unfriendly relationship between two states which are not openly at war with each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cold war"
hostile

unfriendly or aggressive toward others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hostile"
missile

an explosive weapon capable of hitting a target over long distances, which can be controlled remotely

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "missile"
projectile

any object fired or thrown at a person or thing for the purpose of hurting or destroying them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "projectile"
gunboat

a small ship equipped with many mounted guns, often used near coastal areas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gunboat"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek