pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Ακαδημαϊκά) - Χημεία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τη χημεία, όπως «αρσενικό», «καταλύτης», «απόσταγμα» κ.λπ. που χρειάζονται για την εξέταση IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for Academic IELTS
arsenic

a poisonous chemical element with properties of both metals and nonmetals that is grey in color, used in industry or as a pesticide

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arsenic"
calcium

a soft silver-white metal that is an important element in bones and teeth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "calcium"
carbon

a nonmetal element that can be found in all organic compounds and living things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carbon"
copper

a metallic chemical element that has a red-brown color, primarily used as a conductor in wiring

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "copper"
helium

a chemical element that is a colorless noble gas which is lighter than air

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "helium"
gold

a valuable yellow-colored metal that is used for making jewelry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gold"
iron

a metallic chemical element with a silvery-gray appearance, widely used for making tools, steel, buildings, and various industrial products

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "iron"
lead

a heavy soft metal, used in making bullets, in plumbing and roofing, especially in the past

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lead"
acid

a water-soluble chemical substance that contains Hydrogen and has a sour taste or corrosive feature with a PH less than 7

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acid"
catalyst

(chemistry) a substance that causes a chemical reaction to happen at a faster rate without undergoing any chemical change itself

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "catalyst"
chemical

a substance or compound produced or used in a process involving chemistry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chemical"
element

a substance that is composed of only one type of atom, typically characterized by specific physical and chemical properties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "element"
compound

(chemistry) a substance that its molecules consist of two or more elements that are held together by a chemical bond

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compound"
to hydrate

(chemistry) to combine and form a compound with water molecules

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hydrate"
mixture

(chemistry) a combination of two or more substances without forming a chemical bond or any chemical reaction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mixture"
to adsorb

to take in a liquid, gas, or other substance from the surface chemically or physically

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to adsorb"
balanced

evenly distributed or in a state of stability

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "balanced"
to behave

(chemistry) to react in a particular way because of the laws

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to behave"
bond

a link that holds atoms or ions together in any molecule or crystal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bond"
to catalyze

to increase the rate of a chemical reaction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to catalyze"
chain reaction

a chemical or nuclear process that is self-sustained and its products cause other processes of the same kind

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chain reaction"
chemical reaction

(chemistry) a process in which several chemicals combine and form different substances

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chemical reaction"
to dehydrate

(chemistry) to lose water molecules during a chemical reaction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dehydrate"
to distill

to heat a liquid and turn it into gas then cool it and make it liquid again in order to purify it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to distill"
equation

(chemistry) a symbolic representation of a chemical reaction that consists of the reactants and products

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equation"
formula

a set of conventional symbols that convey a fundumantal principle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "formula"
to precipitate

(chemistry) to become separated from the solvent in a solid form

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to precipitate"
preservation

the action of keeping something the way it is or in good condition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preservation"
reaction

(chemistry) a process in which several chemicals combine and form different substances

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reaction"
aluminum

a light silver-gray metal used primarily for making cooking equipment and aircraft parts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aluminum"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek