pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Ακαδημαϊκά) - Μηχανική

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τη μηχανική, όπως «κύκλωμα», «μπαταρία», «προσαρμογέας» κ.λπ. που χρειάζονται για την εξέταση IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for Academic IELTS
technical

having special and practical knowledge of a particular subject, art, craft, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "technical"
hi-tech

employing or involving the most modern methods or the most sophisticated technologies

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hi-tech"
to activate

to make something such as a process, piece of equipment, etc. start working

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to activate"
appliance

a machine or piece of equipment, especially electrical equipment, such as washing machine, dishwasher, etc. that is used for a particular task

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appliance"
circuit

the complete circle through which an electric current flows, typically consists of the source of electric energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "circuit"
current

a flow of electricity resulted from the movement of electrically charged particles in a direction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "current"
mechanical

(of an object) powered by machinery or an engine

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mechanical"
mechanism

a system of separate parts acting together in order to perform a task

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mechanism"
battery

an object that turns chemical energy to electricity to give power to a device or machine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "battery"
engineering

a field of study that deals with the building, designing, developing, etc. of structures, bridges, or machines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "engineering"
gadget

a mechanical tool or an electronic device that is useful for doing something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gadget"
robot

a machine that can perform tasks automatically

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "robot"
turbine

a machine or engine that produces power from the pressure of a liquid or gas on a turning wheel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "turbine"
wire

a piece of metal formed into a thin and flexible thread

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wire"
technician

an expert who is employed to check or work with technical equipment or machines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "technician"
sensor

a machine or device that detects any changes in the environment and sends the information to other electronic devices

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sensor"
motor

a machine that converts any form of energy into mechanical energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motor"
electronics

the branch of physics and electrical engineering that focuses on designing circuits that use transistors and microchips

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electronics"
adapter

a device used for connecting two pieces of equipment that are not compatible with each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adapter"
amplifier

an electronic device that strengthens electrical signals or causes sounds to get louder

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amplifier"
breakdown

a failure in the progress or effectiveness of a relationship or system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breakdown"
capacity

the power or ability to produce, perform or deploy something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capacity"
to disconnect

to detach a piece of equipment from its power supply

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disconnect"
generator

an electronic instrument that produces particular signal outputs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generator"
lever

a long rigid bar that is put under a heavy object in order to move it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lever"
to magnify

to make something appear more important or serious than it really is

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to magnify"
machinery

machines, especially large ones, considered collectively

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "machinery"
transmitter

a piece of electronic equipment used for sending electromagnetic waves carrying radio or television signals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transmitter"
service

the routine act of inspection and maintenance of a machine or vehicle in order to keep it working

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "service"
spare part

a part made for a machine or vehicle that can be used to replace an old or broken part

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spare part"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek