pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Ακαδημαϊκά) - Η φυσικη

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τη φυσική, όπως «charge», «radiation», «flexible» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for Academic IELTS
to bend

to make something straight become curved or folded

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bend"
block

a large solid piece of material that is square or rectangular in shape and has flat sides

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "block"
charge

the physical property in matter that causes it to experience a force in an electromagnetic field

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charge"
force

(physics) an effect that causes a body to move or change direction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "force"
nuclear

describing weapons that are powered by the energy produced either from nuclear fission or a combination of fusion and fission reactions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nuclear"
physicist

an individual who is trained in physics

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "physicist"
wave

(physics) an oscillating movement by which energy is transferred without the transport of matter, such as light and sound

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wave"
to activate

to make something such as a process, piece of equipment, etc. start working

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to activate"
atom

(science) the smallest part of a chemical element that is found in the nature

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "atom"
concrete

real and tangible, existing in physical form that can be sensed or experienced

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concrete"
flexible

capable of bending easily without breaking

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flexible"
field

(physics) the space or area within which the effect of a particular force exists

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "field"
to contract

to become smaller, narrower, or tighter

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contract"
to crack

to break on the surface without falling into separate pieces

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crack"
matter

a physical substance that occupies space and exists in every material in the universe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "matter"
pressure

(physics) the amount of force exerted per area that is measured in pascal, newton per square meter, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pressure"
motion

the process or act of moving or changing place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motion"
radiation

the energy transmitted in the form of particles or waves through the space or a matter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "radiation"
to react

(physics) to be subject to physical or chemical change

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to react"
to accelerate

to increase the velocity of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accelerate"
to bond

(chemistry) to merge or be merged by a chemical bond

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bond"
to circulate

to constantly move around a gas, air, or liquid inside a closed area

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to circulate"
density

(physics) the degree to which a substance is compacted, measured by dividing its mass by its volume

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "density"
energy

(physics) a source of power that is required to do any work that may exist in potential, kinetic, thermal and other forms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "energy"
fusion

(physics) a nuclear reaction by which the nuclei of atoms combine and form a heavier nucleus, producing nuclear energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fusion"
frequency

the number of times an event recurs in a unit of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frequency"
gravity

(physics) the universal force of attraction between any pair of objects with mass

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gravity"
mass

(physics) the property of matter that gives it weight in a gravitational field and is a measure of its inertia

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mass"
magnetic

produced by or relating to magnetism

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "magnetic"
to reinforce

to strengthen a substance or structure, particularly by adding extra material to it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reinforce"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek