pattern

Προετοιμασία Τροφίμων και Ποτών - Μάγειρες και Κουζίνα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με μάγειρες και κουζίνα όπως "halal", "chef" και "recipe".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Food and Drink Preparation
cook

a person who prepares and cooks food, especially as their job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cook"
chef

a highly trained cook who often cooks for hotels or restaurants

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chef"
cookery

the skill or activity of preparing food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cookery"
cooking

the act of preparing food by heat or mixing different ingredients

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cooking"
cordon bleu

a person who has attained a high level of skill or expertise in culinary arts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cordon bleu"
cuisine

a method or style of cooking that is specific to a country or region

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cuisine"
culinary

having to do with the preparation, cooking, or presentation of food

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "culinary"
gourmet

someone who enjoys and knows about food and wine very much

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gourmet"
haute cuisine

fancy and carefully prepared food with beautiful presentation and top-notch ingredients

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "haute cuisine"
nouvelle cuisine

a French style of cooking known for its light, delicate dishes, fresh ingredients, and artistic presentation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nouvelle cuisine"
recipe

the instructions on how to cook a certain food, including a list of the ingredients required

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recipe"
short-order cook

someone whose job is preparing food that can be quickly or easily cooked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "short-order cook"
caterer

a person or company that provides food and drink for an event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "caterer"
carhop

a waiter or waitress who serves food to customers in parked cars at a drive-in restaurant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carhop"
commis chef

‌a novice chef who works under the supervision of the head chef

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commis chef"
prep cook

a kitchen staff member who prepares and preps ingredients, such as chopping and measuring, in advance of cooking in a restaurant or culinary setting

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prep cook"
sous-chef

a cook who ranks second after the head chef in a professional restaurant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sous-chef"
chef de partie

a chef who oversees and manages a specific section or station in a professional kitchen, responsible for preparing and cooking a specific type of food or aspect of a meal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chef de partie"
line cook

a member of a kitchen staff who works on the cooking line, responsible for preparing and cooking food to order in a restaurant or culinary establishment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "line cook"
relief cook

a chef or cook who temporarily fills in for other cooks who are absent or unavailable, assisting in various sections or stations in a professional kitchen as needed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relief cook"
entremetier

a chef or cook who is responsible for overseeing the preparation of soups, sauces, and side dishes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entremetier"
saucier

a chef or cook who specializes in preparing and cooking sauces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "saucier"
garde manger

a chef or cook who is responsible for the preparation, assembly, and presentation of cold dishes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "garde manger"
swing cook

a versatile cook who is able to work across different stations or sections in a professional kitchen, filling in for absent or busy cooks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swing cook"
patissier

a pastry chef or baker who specializes in the creation and preparation of desserts, pastries, and baked goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "patissier"
poissonier

a chef or cook who specializes in the preparation and cooking of fish and seafood dishes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poissonier"
grillardin

a chef or cook who is responsible for cooking meats, particularly grilled or broiled meats

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grillardin"
maitre d'hotel

someone who is in charge of the waiters and waitresses of a restaurant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maitre d'hotel"
sommelier

someone who is in charge of serving wine and helping customers choose wine in a restaurant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sommelier"
server

someone whose job is to serve meals to customers in a restaurant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "server"
busboy

someone whose job is to clear tables and dirty dishes, etc. in a restaurant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "busboy"
host

a person who invites guests to a social event and ensures they have a pleasant experience while there

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "host"
hostess

a woman whose job is greeting customers in a restaurant, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hostess"
bartender

a person who serves drinks behind a bar, typically in a bar, restaurant, or other establishment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bartender"
taster

a person who samples or evaluates food, drinks, or other substances

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "taster"
expediter

an individual who is responsible for coordinating and expediting the flow of food orders between the kitchen and the front of the house

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expediter"
food runner

a staff member who is responsible for delivering food orders from the kitchen to the dining area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "food runner"
home cooking

the practice of preparing and cooking meals at home

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "home cooking"
kosher

food prepared according to Jewish dietary laws, fit for consumption by observant Jews

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kosher"
halal

food that is prepared according to Islamic dietary laws

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "halal"
cuisine minceur

a style of cooking that emphasizes lightness, healthfulness, and the use of minimal fats and calories

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cuisine minceur"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek