pattern

Υγεία και Ασθένεια - Περιγράφοντας Ψυχικές Ασθένειες

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την περιγραφή ψυχικών ασθενειών όπως "demented", "manic" και "neurotic".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Health and Sickness
sociopathic

relating to or exhibiting extreme antisocial attitudes and behaviors that are perceived as signs of a personality disorder

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sociopathic"
psychosomatic

(of a physical illness) caused or aggravated by mental factors, such as stress and anxiety

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "psychosomatic"
psychopathic

lacking morality, shame, or consideration toward others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "psychopathic"
non compos mentis

not sane or unable to think clearly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "non compos mentis"
manic-depressive

relating to or suffering from bipolar disorder

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "manic-depressive"
maladjusted

characterized by being emotionally unstable and incapable of coping with the demands of a normal social environment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maladjusted"
disordered

affected by an abnormal physical or mental condition

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disordered"
unbalanced

emotional or psychological instability, including disruptions in mood, thought processes, or behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unbalanced"
shell-shocked

a condition characterized by symptoms such as anxiety, depression, and distress, typically resulting from experiencing a traumatic event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shell-shocked"
schizophrenic

suffering from or relating to schizophrenia

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "schizophrenic"
psychotic

(of a mental condition) affecting brain processes so severely that makes one unable to tell the difference between reality and fantasy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "psychotic"
paranoid

unreasonably scared of other people or thinking that they are trying to cause harm

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paranoid"
neurotic

relating to mental instability with excessive anxiety, irrational fears, and obsessive thoughts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neurotic"
melancholic

characterized by a deep, lingering sadness or sorrow

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "melancholic"
manic

experiencing a state of extreme excitement, energy, or activity, often characterized by uncontrollable or frenzied behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "manic"
madly

in a way that is extremely irrational, chaotic, or crazy

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "madly"
mad

severely disrupted with impaired thinking, emotional instability, and changed perception of reality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mad"
hysterical

marked by intense and irrational emotional reactions due to heightened emotional states

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hysterical"
deranged

incapable of behaving normally or thinking clearly due to mental illness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deranged"
depressed

feeling very unhappy and having no hope

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "depressed"
demented

associated with severe cognitive decline, leading to memory loss, confusion, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "demented"
confused

characterized by unclear thoughts, creating challenges in mentally processing information or making decisions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confused"
bipolar

experiencing or relating to alternating periods of high and low moods, known as mania and depression

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bipolar"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek