pattern

Υγεία και Ασθένεια - Γενικά Ουσιαστικά που σχετίζονται με την Υγεία και την Ασθένεια

Εδώ θα μάθετε μερικά γενικά αγγλικά ουσιαστικά που σχετίζονται με την υγεία και την ασθένεια, όπως "κατάσταση", "επιδημία" και "φορέας".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Health and Sickness
illness

the state of being physically or mentally sick

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illness"
disease

an illness in a human, animal, or plant that affects health

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disease"
sickness

the state of being unwell

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sickness"
infection

the act in which a disease-causing organism, such as a virus or parasite, causes a particular illness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infection"
disorder

a disease or a medical condition that prevents a part of the body or mind from functioning normally

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disorder"
complaint

a typically minor health issue or condition for which one seeks medical assistance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complaint"
condition

a medical problem, such as a disorder, illness, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "condition"
epidemic

the rapid spread of an infectious disease within a specific population, community, or region, affecting a significant number of individuals at the same time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "epidemic"
contagion

any disease or virus that can be easily passed from one person to another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contagion"
affliction

a state of pain or suffering due to a physical or mental condition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affliction"
bug

a fairly mild yet infectious illness that is caused by a virus or bacteria

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bug"
burnout

a state of emotional, mental, and physical exhaustion caused by stress, overwork, or a lack of balance between work and personal life

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "burnout"
indisposition

a mild state of being unwell, often leading to a temporary inability to perform one's usual activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indisposition"
infirmity

the state of being weak and unhealthy, especially due to old age or sickness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infirmity"
insanity

a state of severe mental disorder affecting a person's ability to understand reality, think rationally, or behave in a socially acceptable manner

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insanity"
insufficiency

a bodily system or organ's failure to function in an effective or typical manner

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insufficiency"
malaise

a feeling of being physically ill and irritated without knowing the reason

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "malaise"
mental illness

conditions affecting how a person thinks, feels, behaves, or their mood, often needing medical or therapeutic help

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mental illness"
pandemic

a disease that spreads across a large region or even across the world

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pandemic"
syndrome

a set of characteristics, behaviors, or qualities commonly observed in a specific situation or group of individuals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "syndrome"
lump

a swollen area under the skin, usually caused by a sickness or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lump"
cough

a condition or disease that makes one cough frequently

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cough"
trauma

damage inflicted on the body as a result of an external force or event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trauma"
injury

any physical damage to a part of the body caused by an accident or attack

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "injury"
incapacity

‌the state of being physically or mentally unable to do one's work or to manage one's affairs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incapacity"
bout

a short period during which someone is suffering from an illness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bout"
carrier

a person or animal that carries a disease, without suffering from it themselves, and transmits to other people or animals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carrier"
community spread

the outbreak of a contagious illness among the people of a particular region where the source of the infection is not easily traceable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "community spread"
dehydration

a harmful state in which the body has lost a lot of water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dehydration"
exacerbation

the act of aggravating a disease, pain, illness, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exacerbation"
malady

any physical problem that might put one's health in danger

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "malady"
nausea

the feeling of discomfort in the stomach, often with the urge to vomit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nausea"
pain

the unpleasant feeling caused by an illness or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pain"
pallor

the condition of having an unhealthy pale appearance as a result of illness, emotional distress, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pallor"
pathogen

any organism that can cause diseases

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pathogen"
patient zero

the first person known to have a certain disease, often seen as the starting point of an outbreak

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "patient zero"
attack

a sudden, severe, and often brief appearance of a health problem that is hard to control

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attack"
emaciation

a state of extreme thinness and weakness, often due to illness, starvation, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emaciation"
agony

severe physical or mental pain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agony"
coma

a state of deep unconsciousness, typically of a long duration and caused by a serious injury or severe illness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coma"
superspreader

someone who spreads a contagious disease to a very large number of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "superspreader"
symptom

a change in the normal condition of the body of a person, which is the sign of a disease

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "symptom"
unconsciousness

the state of not being awake or aware of one's surroundings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unconsciousness"
undernourishment

a condition in which individuals do not receive enough nutrients and calories, leading to various health problems such as stunted growth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "undernourishment"
upset

a health problem that disrupts normal functioning and often causes discomfort

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upset"
red zone

an area with a high number of infected people where strict public health rules are applied to control the spread of infection

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "red zone"
relapse

‌the return of symptoms or a condition after a period of improvement or recovery

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relapse"
seizure

a sudden and unexpected start or return of a medical problem

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seizure"
shake

involuntary, short movements in one or more parts of one's body in response to cold, fear, or excitement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shake"
sneeze

the act of blowing air out of your nose and mouth in a forceful way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sneeze"
cyst

a growth with abnormal features that appears in the body and contains fluid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cyst"
debility

physical weakness that is caused by a disease or aging

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "debility"
clean bill of health

a doctor's report stating that the patient is in good physical or mental health

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clean bill of health"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek