pattern

Υγεία και Ασθένεια - Περιγράφοντας την υγεία και την ασθένεια

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την περιγραφή της υγείας και της ασθένειας όπως "χρόνια", "φλεγμονώδης" και "ιογενής".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Health and Sickness
autoimmune

relating to a condition where the body's immune system mistakenly attacks its own cells, tissues, or organs

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "autoimmune"
communicable

related to diseases that can be transmitted from one person to another through direct or indirect means

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "communicable"
chronic

(of an illness) difficult to cure and long-lasting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chronic"
catching

(of disease or illness) likely to be transmitted from one person to another

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "catching"
benign

(of an ilness) not fatal or harmful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "benign"
autistic

having autism spectrum disorder, a developmental condition that affects social interaction, communication, and behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "autistic"
asymptomatic

(of a disease) not showing any symptoms associated with it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asymptomatic"
congenital

having a disease since birth that is not necessarily hereditary

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "congenital"
contagious

(of a disease) transmittable from one person to another through close contact

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contagious"
degenerative

characterized by the gradual deterioration or decline of a particular organ, system, or function in the body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "degenerative"
febrile

having the symptoms of a fever, such as high temperature, sweating, shivering, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "febrile"
fulminant

(of an illness) developing suddenly and progresses rapidly, often with severe and intense symptoms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fulminant"
incurable

(of a disease or a sick person) impossible to cure or unresponsive to treatment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incurable"
infectious

(of a disease or condition) capable of transmitting from one person, organism, or object to another through direct or indirect contact

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infectious"
inflammatory

causing or involving swelling and irritation of body tissues

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inflammatory"
malignant

(of a tumor or disease) uncontrollable and likely to be fatal

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "malignant"
mentally

regarding one's mind, mental capacities, or aspects of mental well-being

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mentally"
mild

having a gentle or not very strong effect

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mild"
morbid

(of pathology) related to a diseased state or an abnormal condition, especially one that is severe or harmful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "morbid"
pathological

relating to or caused by an illness or disease

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pathological"
psychosomatic

(of a physical illness) caused or aggravated by mental factors, such as stress and anxiety

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "psychosomatic"
quiescent

(of pathology) relating to a period when a disease is inactive, showing no apparent symptoms or progression

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quiescent"
rheumatic

related to conditions causing inflammation and pain in joints, muscles, or connective tissues

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rheumatic"
terminal

(of an illness) having no cure and gradually leading to death

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "terminal"
tubercular

relating to or suffering from tuberculosis, a severe and contagious infection that mainly affects one's lungs

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tubercular"
aggressive

(of sickness or disease) tending to spread in a rapid manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aggressive"
allergic

caused by or relating to allergy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "allergic"
anemic

relating to a health condition where a person has a lower than normal number of red blood cells, causing fatigue and weakness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anemic"
asthmatic

related to a condition or sound characterized by audible wheezing or whistling during breathing, typically caused by narrowed airways

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asthmatic"
diabetic

relating to a medical condition characterized by an impaired ability to regulate blood sugar levels

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diabetic"
diseased

affected by a disease

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diseased"
emaciated

looking thin, pale, or exhausted due to prolonged period of suffering, anxiety, or starvation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emaciated"
life-limiting

relating to an incurable chronic illness or a medical condition that will eventually lead to patient's death

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "life-limiting"
malarial

related to or infected by malaria, a chronic disease that is caused by the bite of specific types of mosquito

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "malarial"
nauseous

inducing the urge to vomit

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nauseous"
viral

caused by or related to a virus

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "viral"
virulent

(of a disease) able to make one sick

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "virulent"
notifiable

(of a disease or a crime) so chronic or serious that requires official notification and must be reported to the appropriate authorities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "notifiable"
peaky

looking pale or sickly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peaky"
celiac

affected by or belonging to celiac disease, a serious autoimmune disease and a digestive disorder that is triggered by eating foods that contain gluten

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "celiac"
symptomatic

showing signs typical of a specific illness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "symptomatic"
wasted

weak and thin, especially as a result of old age or an illness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wasted"
undernourished

not adequately fed or nourished therefore in bad health

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "undernourished"
unfit

lacking the necessary qualities, skills, or mental health to perform a task

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfit"
unhealthy

not having a good physical or mental condition

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unhealthy"
weak

lacking physical strength or energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weak"
rundown

feeling or looking exhausted, unwell, or slightly ill, particularly after an intense physical activity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rundown"
seasick

feeling sick or nauseous due to the motion of the ship or boat one is traveling with

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seasick"
sick

not in a good and healthy physical or mental state

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sick"
splitting

(of a headache) severe or massive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "splitting"
hereditary

(of a disease or characteristic) able to be passed on to a child through the genes of its parents

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hereditary"
genetic

(of diseases) passed on from one's parents

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "genetic"
anorexic

involving or suffering from anorexia

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anorexic"
pinched

extremely emaciated, particularly due to illness, lack of food, or exposure to cold

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pinched"
sea legs

an individual's ability to walk without stumbling and resist getting seasick while on a moving ship

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sea legs"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek