pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Γλώσσα και Γραμματική

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τη γλώσσα και τη γραμματική, όπως «ετυμολογία», «γένος», «υπαινιγμός» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for TOEFL
etymology

the study of the origins and historical developments of words and their meanings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "etymology"
phonetics

the science and study of speech sounds and their production

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phonetics"
linguistics

the study of the evolution and structure of language in general or of certain languages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "linguistics"
declension

(in the grammar of some languages) a group of nouns, pronouns, or adjectives changing in the same way to indicate case, number, and gender

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "declension"
to conjugate

(grammar) to show how a verb changes depending on number, person, tense, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conjugate"
gender

(grammar) a class of words indicating whether they are feminine, masculine, or neuter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gender"
subjunctive

(grammar) related to verbs that express wishes, possibility, or doubt

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subjunctive"
prefix

(grammar) a letter or a set of letters that are added to the beginning of a word to alter its meaning and make a new word

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prefix"
suffix

(grammar) a letter or a set of letters that are added to the end of a word to alter its meaning and make a new word

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suffix"
adjectival

(grammar) connected with or functioning as an adjective

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adjectival"
adverbial

connected with or functioning as an adverb

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adverbial"
jargon

words, phrases, and expressions used by a specific group or profession, which are incomprehensible to others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jargon"
sarcasm

the practice of uttering words that convey the opposite meaning as a way to annoy someone or for creating a humorous effect

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sarcasm"
allusion

a statement that implies or indirectly mentions something or someone else, especially as a literary device

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "allusion"
analogy

a comparison between two different things, done to explain the similarities between them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "analogy"
alliteration

the use of the same letter or sound at the beginning of the words in a verse or sentence, used as a literary device

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alliteration"
to articulate

to pronounce or utter something in a clear and precise way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to articulate"
affirmative

conveying or expressing a positive reply

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affirmative"
euphemism

a word or expression that is used instead of a harsh or insulting one in order to be more tactful and polite

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "euphemism"
irony

a form of humor in which the words that someone says mean the opposite, producing an emphatic effect

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irony"
paradox

a logically contradictory statement that might actually be true

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paradox"
hyperbole

a technique used in speech and writing to exaggerate the extent of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hyperbole"
pun

a clever or amusing use of words that takes advantage of the multiple meanings or interpretations that it has

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pun"
rhetorical

connected with the art of writing or speaking in an effective or persuasive way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rhetorical"
satire

humor, irony, ridicule, or sarcasm used to expose or criticize the faults and shortcomings of a person, government, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "satire"
tautology

the redundant repetition of an idea using different words in a sentence or phrase

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tautology"
idiolect

(linguistics) the speech pattern that an individual uses at a particular period of life

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "idiolect"
asterisk

the symbol * used in writing or printing to show that there is more information about something in the footnote or as an indication of importance or omission

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asterisk"
to punctuate

to use punctuation marks in a text in order to make it more understandable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to punctuate"
phoneme

the smallest unit of sound in a language that can distinguish meaning, often represented by a specific symbol in phonetic notation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phoneme"
semantics

(linguistics) a branch of linguistics that deals with meaning, reference, or truth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "semantics"
syntax

(linguistics) the way in which words and phrases are arranged to form grammatical sentences in a language

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "syntax"
mood

(grammar) a group of verb forms that indicate if the action or state is conceived as a statement, question, command or in another way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mood"
lexis

(linguistics) all the words and phrases of a language, including the function words

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lexis"
lexicon

the complete set of meaningful units in a language or a branch of knowledge, or words or phrases that a speaker uses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lexicon"
homophone

(grammar) one of two or more words with the same pronunciation that differ in meaning, spelling or origin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homophone"
homonym

each of two or more words with the same spelling or pronunciation that vary in meaning and origin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homonym"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek