pattern

Ιατρική Επιστήμη - Τύποι Φαρμάκων

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τα διάφορα είδη φαρμάκων, όπως "αντίδοτο", "εμετικό" και "παυσίπονο".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Medical Science
antidepressant

a drug that is used to treat people who feel extremely sad and anxious

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antidepressant"
antidote

a substance that counteracts or controls the effects of a poison

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antidote"
antiviral

inhibiting or destroying the growth and replication of viruses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antiviral"
antiviral

(of a drug) effective against viral infections caused by a virus

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antiviral"
amphetamine

a stimulant used for ADHD and narcolepsy but is also associated with misuse and addiction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amphetamine"
analgesic

a pain-relieving medication

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "analgesic"
antacid

medication that reduces or neutralizes the acidity of the body, particularly the stomach

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antacid"
anticoagulant

a substance or medication that inhibits the clotting of blood

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anticoagulant"
anti-inflammatory

the substances, medications, or treatments that reduce inflammation and alleviate symptoms associated with inflammatory conditions, such as pain and swelling

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anti-inflammatory"
barbiturate

any organic compound derived from barbituric acid that is used as a sedative and greatly reduces the activity of the nervous system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barbiturate"
beta blocker

a medication that reduces heart rate and blood pressure by blocking the effects of adrenaline

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beta blocker"
decongestant

a type of medicine used when someone has a cold and a blocked nose to help them breathe more easily

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decongestant"
depressant

a substance, such as a medication or alcohol, that slows down the central nervous system, causing relaxation and reduced function

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "depressant"
emetic

a substance that causes vomiting and is used in cases of poisoning or overdose to remove harmful substances from the stomach

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emetic"
expectorant

a medicine that helps clear mucus and phlegm, relieving coughs and congestion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expectorant"
fertility drug

a medication designed to enhance fertility by addressing hormonal imbalances or stimulating the ovaries to improve the chances of conception

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fertility drug"
herbal medicine

the medicinal products made from plants or plant extracts used for their therapeutic properties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "herbal medicine"
hypnotic

a medication that induces sleep

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hypnotic"
magic bullet

a drug or treatment that effectively prevents or cures a specific disease or condition with minimal or no harmful side effects

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "magic bullet"
multivitamin

a dietary supplement that contains a combination of essential vitamins and minerals, commonly taken orally in the form of tablets, capsules, or gummies

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "multivitamin"
opioid

any drugs with the same effects as opium, medicinally used for reducing extreme pain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opioid"
painkiller

a type of medicine that is used to reduce or relieve pain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "painkiller"
pastille

a sweet that contains medicine or is flavored with fruit to treat sore throat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pastille"
patent medicine

over-the-counter remedies sold without scientific validation for their effectiveness and safety

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "patent medicine"
pessary

a device placed in the vagina to support pelvic organs or manage certain gynecological conditions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pessary"
prescription drug

a medication that needs a written order from a licensed healthcare provider to be bought because of its potential side effects and risks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prescription drug"
prophylactic

a preventive measure or substance, such as a medication or treatment, taken to protect against the occurrence of a disease or other unwanted health condition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prophylactic"
purgative

a substance that promotes bowel movements to relieve constipation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "purgative"
relaxant

a substance or medication that induces a state of relaxation by reducing tension, stress, or muscle activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relaxant"
sedative

any drug that is used to make one feel calm or induce sleep

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sedative"
sleeping pill

a medication taken to induce sleep or relieve insomnia

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sleeping pill"
statin

a medication that lowers cholesterol levels to reduce the risk of cardiovascular diseases

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "statin"
suppository

a medication form inserted into the body, usually in the rectum or vagina, where it dissolves or melts to release the medication

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suppository"
suppressant

a substance that controls or inhibits certain physiological processes, commonly used to alleviate symptoms like coughing or appetite

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suppressant"
booster

an additional dose of vaccine required periodically in order to increase, maintain, or renew the effects of a previous one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "booster"
tincture

(pharmacology) a liquid medicine made by soaking a plant or herb in alcohol to extract its healing properties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tincture"
vaccine

a substance, often administered through needle injections, that stimulates the body's immune response against harmful diseases

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vaccine"
local anesthetic

a medication that numbs a specific part of the body to block pain during medical procedures

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "local anesthetic"
contraceptive

any device, drug, or method that is used to prevent pregnancy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contraceptive"
cough medicine

a‌ medicine, often in a form of liquid, that one takes to relieve coughing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cough medicine"
diazepam

a tranquilizing drug used to treat mild to moderate anxiety and tension

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diazepam"
downer

a sedative or depressant drug, particularly a barbiturate

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "downer"
laxative

a substance, usually a drug, used to stimulate evacuation of the bowels

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "laxative"
liver salts

‌a substance one drinks that helps to treat or relieve indigestion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "liver salts"
temazepam

a drug that is used to treat symptoms of anxiety and insomnia

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "temazepam"
tonic

a drug that makes one feel stronger, healthier, or better, particularly used to treat exhaustion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tonic"
pharmaceutic

a medicinal substance, particularly one prepared for use as a drug

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pharmaceutic"
tranquillizer

a medication that induces a state of calmness and relaxation, often prescribed to alleviate anxiety or promote sleep

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tranquillizer"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek