pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Φαγητό και Εστιατόριο

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για το φαγητό και το εστιατόριο, όπως «bitter», «supper», «stir» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for TOEFL
flavor

the specific taste that a type of food or drink has

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flavor"
sour

having a sharp acidic taste like lemon

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sour"
bitter

having a strong taste that is unpleasant and not sweet

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bitter"
stale

(of food, particularly cake and bread) not fresh anymore, due to exposure to air or prolonged storage

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stale"
crispy

(of food) having a firm, dry texture that makes a sharp, crunching sound when broken or bitten

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crispy"
chunky

(of food) having large pieces

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chunky"
omelet

a dish that consists of eggs mixed together and cooked in a frying pan

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "omelet"
baguette

a loaf of bread that is narrow and long

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baguette"
topping

a layer of food that is spread over the top of a dish to make it taste or look better

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "topping"
supper

a meal eaten in the evening, typically lighter than dinner and often the last meal of the day

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supper"
appetizer

a small dish that is eaten before the main part of a meal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appetizer"
self-service

(of a restaurant, store, etc.) providing customers with the chance to serve themselves and then pay for it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-service"
buffet

a meal with many dishes from which people serve themselves at a table and then eat elsewhere

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buffet"
takeaway

a meal bought from a restaurant or store to be eaten somewhere else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "takeaway"
side dish

an extra amount of food that is served with the main course, such as salad

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "side dish"
brunch

a meal served late in the morning, as a combination of breakfast and lunch

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brunch"
portion

an amount of food served to one person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "portion"
savory

pleasing or agreeable to the sense of taste

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "savory"
cuisine

a method or style of cooking that is specific to a country or region

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cuisine"
to beat

to repeatedly mix something using a spoon, fork, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to beat"
to stir

to move a spoon, etc. around in a liquid or other substance to completely mix it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stir"
vinegar

a sour liquid that is commonly used in cooking, cleaning, or to preserve food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vinegar"
herb

a plant with seeds, leaves, or flowers used for cooking or medicine, such as mint and parsley

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "herb"
chili

the red or green fruit of a particular type of pepper plant, used in cooking for its hot taste

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chili"
zucchini

a long and thin vegetable with dark green skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "zucchini"
skim milk

milk from which almost all the fat content has been removed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skim milk"
margarine

a type of food similar to butter, made from vegetable oils or animal fats

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "margarine"
cereal

food made from grain, eaten with milk particularly in the morning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cereal"
beverage

a drink that is not water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beverage"
cocktail

an alcoholic drink made by mixing several drinks together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cocktail"
Tonic

a type of fizzy water that can be mixed with other drinks such as gin or vodka

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Tonic"
sparkling

(of drinks) containing bubbles or carbonation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sparkling"
still

(of a drink) not having bubbles in it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "still"
flat

(of a fizzy drink) not having bubbles anymore

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flat"
neat

(particularly of alcoholic drinks) not mixed with anything

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neat"
to sip

to drink a liquid by taking a small amount each time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sip"
corkscrew

a small tool with a pointy spiral metal for pulling out corks from bottles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corkscrew"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek