pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 1 - Μάθημα 29

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 1
to redeem

to clear a debt by making a payment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to redeem"
redemption

(theology) the act by which one is liberated from sin and shielded from wickedness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "redemption"
atrocious

extremely bad or unacceptable in quality or nature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "atrocious"
atrocity

an extremely brutal act, especially in war

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "atrocity"
foppish

excessively concerned with looking stylish or fashionable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foppish"
maternal

related to or characteristic of a mother and motherhood, especially during and following childbirth

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maternal"
matriarch

a woman who leads or dominates a family, group, or tribe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "matriarch"
matricide

the act of killing one's own mother

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "matricide"
illuminant

an object or substance that provides light

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illuminant"
to illuminate

to provide light to something, making it brighter

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to illuminate"
to illumine

to brighten an area

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to illumine"
egocentric

thinking only about oneself, not about other people's needs or desires

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "egocentric"
egoism

the practice of placing one's own needs and desires above those of others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "egoism"
egoist

an individual mainly focused on their own interests, often ignoring others' needs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "egoist"
egotism

the tendency to talk or think excessively about oneself

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "egotism"
egotist

a person who often talks about themselves due to their high self-importance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "egotist"
contempt

the disregard and lack of respect for someone or something seen as insignificant or unworthy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contempt"
contemptible

deserving strong dislike or disrespect

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contemptible"
contemptuous

devoid of respect for someone or something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contemptuous"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek