pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 1 - Μάθημα 31

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 1
to concur

to express agreement with a particular opinion, statement, action, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to concur"
concurrence

the simultaneous occurrence of events or circumstances

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concurrence"
concurrent

happening or taking place at the same time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concurrent"
concussion

a momentary loss of consciousness provoked by a hard blow on the head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concussion"
hexagon

(geometry) a closed shape with six straight sides and six angles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hexagon"
hexangular

having six angles or corners

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hexangular"
hexapod

an organism or creature with six legs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hexapod"
pedestal

a base or support structure for an architectural element or statue

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pedestal"
pedestrian

lacking elements that arouse interest, cause excitement, or show imagination

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pedestrian"
pediatrics

the branch of medicine that is concerned with children and their conditions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pediatrics"
to incite

to encourage someone to commit a crime or act violently

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to incite"
incitement

the act of motivating or encouraging someone to act or behave in a particular way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incitement"
negligence

the failure to give enough attention or care to someone or something, particularly someone or something one has responsibility for

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "negligence"
negligible

so small or insignificant that can be completely disregarded

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "negligible"
negligently

in a manner that shows a lack of proper care or attention

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "negligently"
wanton

free and careless in sexual actions or behaviors

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wanton"
wantonness

the quality of acting carelessly and without restraint, often without concern for consequences

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wantonness"
to brigade

a group, especially in the military, organized for a specific purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to brigade"
brigadier

a rank of officer in the army, above colonel and below major general

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brigadier"
brigand

a robber or bandit, particularly one of a group that attacks and robs people in isolated areas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brigand"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek