pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 1 - Μάθημα 3

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 1
reckless

not caring about the possible results of one's actions that could be dangerous

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reckless"
dramatist

someone who writes plays for the TV, radio, or theater

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dramatist"
to dramatize

to overstate or exaggerate the significance of something, often for emphasis or effect

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dramatize"
incendiary

made with the intention of causing fire

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incendiary"
to incense

to provoke extreme anger in a person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to incense"
incentive

something that is used as an encouraging and motivating factor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incentive"
verbatim

exactly as spoken or written originally without any changes or additions

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "verbatim"
verbiage

the unnecessary use of terms and words to express something and causing complexion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "verbiage"
verbose

using or having an excessive number of words

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "verbose"
verbosity

the quality of containing unnecessary and excessive words or terms in speech or writing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "verbosity"
abbess

the female head of an abbey, convent, or other religious houses of nuns

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abbess"
abbey

a church with buildings connected to it in which a group of monks or nuns live or used to live

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abbey"
abbot

the male spiritual leader and administrator of an abbey, monastery, or group of monasteries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abbot"
palpable

capable of being felt and perceived by the sense of touch

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "palpable"
to palpitate

(of heart) to pound irregularly and rapidly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to palpitate"
palsy

a condition of the muscles, in which a person experiences tremors all over their body or in specific body parts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "palsy"
cadence

a series of musical notes, written as the ending of a musical piece

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cadence"
cadenza

a solo section at the end of a musical piece for the performer to show their skill and creativity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cadenza"
abasement

the act of treating someone in a demeaning way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abasement"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek