pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 1 - Μάθημα 22

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 1
to defer

to postpone to a later time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to defer"
deference

a polite and respectful expression, either through words or actions, that shows high regard or esteem for someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deference"
deferential

showing respect and esteem toward someone, especially a superior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deferential"
iniquitous

extremely unfair or morally wrong, often seen as sinful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "iniquitous"
iniquity

behavior that is morally wrong or sinful

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "iniquity"
confection

the process of combining various ingredients to produce something, often a medicine or drink

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confection"
confectionery

a collection of sweet items, such as candies, chocolates, and baked goods, usually made with sugar or other sweeteners

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confectionery"
to imperil

to endanger a person or thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to imperil"
imperious

having an unpleasantly proud and arrogant demeanor, displaying a demand for obedience

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imperious"
machination

a hidden plan, often with a harmful intent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "machination"
machinery

machines, especially large ones, considered collectively

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "machinery"
machinist

someone who operates a machine, especially an industrial one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "machinist"
votary

an individual who is devoted to a religious life through solemn commitments or vows

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "votary"
votive

offered or dedicated as an expression of a wish or vow.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "votive"
to apprehend

to arrest someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to apprehend"
apprehensive

nervous or worried that something unpleasant may happen

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apprehensive"
to fuse

to combine different elements or substances

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fuse"
fusible

able to be melted or combined when subjected to heat

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fusible"
orthopedics

the branch of medicine that is concerned with bones and muscles, and their diseases and injuries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "orthopedics"
orthopedist

a doctor specializing in the treatment and correction of bones and muscles, especially the issues and deformities in children's skeletal systems

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "orthopedist"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek