pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 1 - Μάθημα 2

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 1
to kindle

to set something on fire

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to kindle"
kindred

of a similar classification and quality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kindred"
zeal

a great enthusiasm directed toward achieving something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "zeal"
zealot

a person with very strong opinions on different matters such as religion or politics who tries to impose them on others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "zealot"
zealous

showing impressive commitment and enthusiasm for something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "zealous"
to bungle

to handle a task or activity clumsily, often causing damage or problem

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bungle"
bungalow

a one-story construction without stairs, usually with a low roof

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bungalow"
miser

a person who refuses to spend any of their money, often living in poor conditions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "miser"
miserly

(used of persons or behavior) refusing to spend money

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "miserly"
typical

having or showing the usual qualities or characteristics of a particular group of people or things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "typical"
to typify

to display the specifications related to a certain group

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to typify"
financial

related to money or its management

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "financial"
financier

a person whose job is handling and lending large amounts of money to other companies or the government

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "financier"
to writhe

to struggle and make turning and twisting movements in an attempt to break free

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to writhe"
wry

twisted or distorted, often indicating dry or mocking humor

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wry"
existence

the fact or state of existing or being objectively real

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "existence"
existential

regarding human's existence and its concerning matters

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "existential"
pacific

tending to keep peace and stay away from conflicts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pacific"
pacifist

an individual who is against war and violence as a way to settle disagreements or conflicts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pacifist"
to pacify

to take action against violence in order to bring peace

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pacify"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek