pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 1 - Μάθημα 30

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 1
to cohere

to come together and form a unified whole

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cohere"
cohesive

creating unity or consistency

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cohesive"
to forge

to make something from a piece of metal object by heating it until it becomes soft and then beating it with a hammer

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to forge"
forgery

the criminal act of making a copy of a document, money, etc. to do something illegal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forgery"
intension

the specific criteria or understanding required to identify what a term refers to

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intension"
intention

something that one is aiming, wanting, or planning to do

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intention"
mutable

able to change or be transformed in form, quality, or nature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mutable"
mutation

(biology) a change in the structure of the genes of an individual that causes them to develop different physical features

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mutation"
to mutilate

to cause severe damage or harm

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mutilate"
mutinous

displaying or inciting a refusal to obey authority or command

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mutinous"
mutiny

a bold uprising by a group, often soldiers or sailors, against their leaders

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mutiny"
verification

the act of proving the truth or accuracy of something, typically by checking or examining evidence or documentation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "verification"
to verify

to examine the truth or accuracy of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to verify"
reconnaissance

a survey or exploration, often done to gather information about an area or enemy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reconnaissance"
to reconnoiter

to make a military observation or examination of an area to gather information, often in preparation for a future action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reconnoiter"
recondite

difficult to understand or obscure to most people due to its complexity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recondite"
fungous

relating to or characteristic of fungi

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fungous"
fungus

a plant-like organism that often grows on organic matter and has no flowers or leaves, such as moulds and mushrooms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fungus"
loquacious

relating to someone who likes to talk much more than necessary

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loquacious"
loquacity

the tendency to talk a lot, often more than necessary

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loquacity"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek