pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 1 - Μάθημα 24

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 1
ordinal

connected with or denoting a position or rank in a series

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ordinal"
ordinance

an official rule or order that is imposed by the law or someone with authority

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ordinance"
ordinate

(of quantity or measurement) the vertical coordinate or value on a graph

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ordinate"
ordnance

military materials such as weapons, ammunition, and equipment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ordnance"
to acknowledge

to openly accept something as true or real

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to acknowledge"
acknowledgment

a statement or gesture confirming receipt or recognition of something or someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acknowledgment"
dissension

disagreement or conflict within a group expected to collaborate

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dissension"
to dissent

to give or have opinions that differ from those officially or commonly accepted

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dissent"
dissentient

differing from and disagreeing with the views of the majority

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dissentient"
dissentious

having or expressing a different opinion, especially one that goes against the majority

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dissentious"
infirmary

a facility within an institution, such as a school or hospital, where medical treatment and care are provided to patients who are ill or injured

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infirmary"
infirmity

the state of being weak and unhealthy, especially due to old age or sickness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infirmity"
plural

(grammar) describing words that are indicating the presence of more than one person or thing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plural"
plurality

a large number of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plurality"
to eulogize

to praise highly, especially in a formal speech or writing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eulogize"
eulogy

a speech or written tribute, especially one commemorating someone who has died

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eulogy"
hedonism

the belief that pleasure-seeking is the primary goal of life

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hedonism"
hedonist

an individual who acts according to the belief that pursuing pleasure is of the highest importance in life

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hedonist"
hedonistic

focused on seeking pleasure and self-indulgence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hedonistic"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek