pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 1 - Μάθημα 15

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 1
lineage

the direct line of descent from a particular person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lineage"
linear

related to equations that create straight lines when graphed, indicating a constant rate of change

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "linear"
liner

a thin layer of fabric that is sewn inside the main fabric of a garment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "liner"
nomenclature

a system used for assigning names to elements within a particular field

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nomenclature"
nominal

describing something that is related to or associated with a name

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nominal"
to nominate

to assign or designate someone to a particular position or responsibility

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nominate"
nominee

someone who has been officially suggested for a position, award, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nominee"
actuality

the state or quality of being real, existing, or true

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "actuality"
actuarial

related to statistical and mathematical methods, used in the insurance and financial fields

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "actuarial"
to negate

to say that something either does not exist or is not true

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to negate"
negation

the act of expressing disagreement or contradiction through speech

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "negation"
efficacious

(of a treatment or drug) demonstrating positive and successful results when tested

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "efficacious"
efficacy

the power to bring about planned or wanted results

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "efficacy"
efficiency

the ability to act or function with minimum effort, time, and resources

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "efficiency"
efficient

(of a person) capable of performing tasks or completing work with the least amount of wasted time, effort, or resources

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "efficient"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek