pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 1 - Μάθημα 19

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 1
orthodox

following or conforming to established beliefs or accepted norms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "orthodox"
orthodoxy

a commonly held belief or attitude that conforms to traditional norms and expectations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "orthodoxy"
grandeur

the striking magnificence or impressive beauty of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grandeur"
grandiloquence

a way of speaking or writing that uses more complicated words than necessary and tries to sound smart

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grandiloquence"
grandiloquent

exhibiting excessive pride or self-importance in their manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grandiloquent"
grandiose

overly impressive in size or appearance, often to the point of being excessive or showy in a negative way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grandiose"
mountaineer

a person who engages in the activity of climbing mountains

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mountaineer"
mountainous

substantial or grand on a scale similar to that of a mountain

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mountainous"
to alter

to cause something to change

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to alter"
alteration

a change that signifies a transition from one state or phase to another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alteration"
to altercate

to have a serious and heated argument with someone, often involving raised voices

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to altercate"
to alternate

to take turns doing something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to alternate"
alternative

available as an option for something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternative"
retroactive

applied or taken effect from a past date or event

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "retroactive"
to retrograde

to revisit or return to previous steps, decisions, or stages

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to retrograde"
to retrogress

to return to negative behaviors or habits from the past

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to retrogress"
to retrospect

to look back on past events

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to retrospect"
indigent

extremely poor or in need

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indigent"
indigestible

(of substances) challenging for the body to break down and digest

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indigestible"
indigestion

inability to digest food that leads to recurrent pain or discomfort in one's upper abdomen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indigestion"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek