pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 1 - Μάθημα 38

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 1
to petrify

to change organic material into stone or a stone-like substance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to petrify"
petrous

relating to the hard part of the skull near the ear

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "petrous"
petulance

the tendency to display childlike irritability and fussiness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "petulance"
petulant

showing impatience or childlike annoyance over minor issues

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "petulant"
alchemy

the ancient practice of trying to turn common metals into gold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alchemy"
alcoholism

a chronic condition characterized by excessive and habitual consumption of alcohol

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alcoholism"
lunacy

behavior that seems eccentric, irrational, or extremely foolish

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lunacy"
lunar

relating to the moon

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lunar"
lunatic

a person who is mentally ill or exhibits extreme irrational behavior

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lunatic"
usurious

charging interest rates that are excessively high, to the point of being unreasonable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "usurious"
to usurp

to wrongly take someone else's position, power, or right

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to usurp"
usury

the act of loaning money to others and demanding a very high interest rate

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "usury"
to daunt

to cause a person to feel scared or unconfident

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to daunt"
daunting

intimidating, challenging, or overwhelming in a way that creates a sense of fear or unease

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "daunting"
dauntless

showing courage and determination

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dauntless"
to scribble

to write hastily or carelessly without giving attention to legibility or form

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scribble"
scribe

a person who writes copies of documents by hand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scribe"
scriptural

regarding anything related to or found in the Bible

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scriptural"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek