pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 1 - Μάθημα 18

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 1
urban

related to or characteristic of a city or town

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "urban"
urbane

sophisticated, refined, and exudes confidence from extensive social experience

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "urbane"
urbanity

a refined politeness and sophistication in behavior and manner

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "urbanity"
aerial

having a connection to or being located in the air

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aerial"
aeronaut

an individual who pilots or operates an aircraft

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aeronaut"
generality

the quality of being broad, widespread, or universally applicable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generality"
to generalize

to draw a general conclusion based on specific cases that can be irrelevant to other situations

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to generalize"
generic

referring to traits or features that are shared by all members of a particular biological genus

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generic"
generosity

the quality of being kind, understanding and unselfish, especially in providing money or gifts to others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generosity"
monocracy

a system of governance where a singular authority rules without any legal or oppositional constraints

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monocracy"
monogram

a design made of two or more interwoven letters, typically one's initials, used on stationery or embroidered on apparel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monogram"
monograph

a detailed written account of a particular subject, usually in the format of a short book

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monograph"
monolith

a large, singular stone block, frequently used as a pillar or memorial

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monolith"
monologue

a spoken expression of one's thoughts or feelings, typically directed towards an audience, delivered by a single individual

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monologue"
monomania

an excessive and unhealthy obsession with a singular subject or idea to an extent that it becomes overwhelming and harmful

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monomania"
monopoly

the exclusive authority or ownership over a particular resource or domain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monopoly"
monosyllable

a word or expression comprised of a single syllable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monosyllable"
monotone

a continuous, unvaried pitch or tone in speech or sound

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monotone"
monotony

the constant lack of change and variety that is boring

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monotony"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek