pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 1 - Μάθημα 16

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 1
discord

lack of agreement between people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discord"
discordant

having conflicting or opposing elements that create disagreement or tension

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discordant"
to inquire

to ask for information, clarification, or an explanation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to inquire"
inquisition

a formal investigation or intense questioning, often conducted with harsh methods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inquisition"
to bomb

to attack someone or something using explosive devices

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bomb"
to bombard

to continuously expose someone to something, such as information, questions, or criticisms

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bombard"
bombardier

an individual who is responsible for aiming and releasing bombs with precision during military operations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bombardier"
to endear

to make one feel fond or affectionate toward someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to endear"
endearing

referring to qualities or behaviors that make a person likable or charming to others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "endearing"
hemorrhage

an excessive and uncontrollable loss of blood from a damaged blood vessel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hemorrhage"
hemorrhoid

a medical condition of a swollen or inflamed vein in the rectal area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hemorrhoid"
to vindicate

to clear someone from blame or suspicion and prove their innocence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to vindicate"
vindicatory

providing supporting evidence or defense

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vindicatory"
vindictive

showing a strong desire or tendency to seek revenge

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vindictive"
noiseless

not making or having any noise

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "noiseless"
noisome

extremely repulsive and unpleasant, particularly to the sense of smell

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "noisome"
noisy

producing or having a lot of loud and unwanted sound

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "noisy"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek