pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 1 - Μάθημα 4

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 1
delectable

tasting or smelling very good

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delectable"
delectation

the act of finding satisfaction and pleasure in something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delectation"
to delegate

to give someone a responsibility, assignment, etc., especially someone in a lower position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to delegate"
deleterious

inflicting damage or harm on someone or something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deleterious"
maladroit

clumsy or awkward in movement or behavior due to a lack of skill or coordination

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maladroit"
malady

any physical problem that might put one's health in danger

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "malady"
malaise

a feeling of being physically ill and irritated without knowing the reason

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "malaise"
malapropism

the humorous and incorrect use of a word that sounds similar to the intended word

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "malapropism"
vernacular

the everyday language spoken by a particular group of people in a specific region or community

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vernacular"
vernal

representing anything young and fresh

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vernal"
versatile

prone to alteration and change

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "versatile"
to agglomerate

to come together or grow into a unified mass or cluster

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to agglomerate"
to aggregate

to gather into a group or a whole

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to aggregate"
to aggrandize

to make a person or thing seem more important or impressive than they actually are

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to aggrandize"
knave

the card in a set of card games with a picture of a young man printed on it, which is typically the lowest-ranking face card

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "knave"
knavery

a deceiving and unjust action

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "knavery"
to navigate

to choose the direction of and guide a vehicle, ship, etc., especially by using a map

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to navigate"
navigable

(of a sea or other area of water) able to be traveled on by boats or ships without difficulty

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "navigable"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek