pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 1 - Μάθημα 14

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 1
intimacy

a deep and personal connection between individuals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intimacy"
intimation

a subtle suggestion or hint about something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intimation"
to intimidate

to make someone feel afraid or nervous

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to intimidate"
to enthrall

to captivate someone completely

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enthrall"
to enthrone

to elevate someone to an important, powerful position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enthrone"
to enthuse

to express passion or excitement about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enthuse"
enthusiastic

having or showing intense excitement, eagerness, or passion for something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enthusiastic"
to entice

to make someone do something specific, often by offering something attractive

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to entice"
accompaniment

any supporting or complementary element that enhances or completes something else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accompaniment"
to accompany

to provide musical support for a singer or another musician

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accompany"
accomplice

someone who helps another to commit a crime or do a wrongdoing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accomplice"
to accomplish

to complete a task or project successfully

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accomplish"
to vociferate

to shout or speak loudly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to vociferate"
vociferous

expressing feelings or opinions, loudly and forcefully

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vociferous"
to lament

to verbally express deep sadness over a loss or unfortunate situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lament"
lamentation

an expression of deep sorrow, often through crying or wailing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lamentation"
to conjoin

to come or be combined together

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conjoin"
conjugal

relating to the relationship of husband and wife

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conjugal"
to conjugate

(grammar) to show how a verb changes depending on number, person, tense, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conjugate"
conjugation

a list or an arrangement of inflected forms of a verb

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conjugation"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek