pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 1 - Μάθημα 26

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 1
non sequitur

a statement or conclusion that does not follow the previous statement or argument

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "non sequitur"
nonchalance

a state of being indifferent or unconcerned, often in a calm and casual manner

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nonchalance"
nonchalant

behaving in an unconcerned and calm manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nonchalant"
noncombatant

someone in the military who serves in a role without directly engaging in warfare (e.g. a medic or chaplain)

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "noncombatant"
noncommittal

unwilling to make a clear decision, express a definite opinion, or commit to any particular course of action

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "noncommittal"
nondescript

lacking in the qualities that make something or someone stand out or appear special, often appearing plain or ordinary

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nondescript"
nonentity

a person who lacks influence or importance in a particular setting or community

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nonentity"
nonpareil

unmatched in quality or excellence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nonpareil"
to nonplus

to confuse someone to the point of being unable to proceed or respond

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nonplus"
nonplussed

completely confused or unsure about what to think or say

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nonplussed"
nonresident

an individual not living or settled in a particular area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nonresident"
to undulate

to cause a surface to form small waves or ripples

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to undulate"
undulation

(physics) a repeated movement or fluctuation, likened to the rise and fall of waves

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "undulation"
unduly

to a greater extent than is reasonable or necessary

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unduly"
homogeneity

the quality or state of being uniform or consistent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homogeneity"
homologous

reflecting a similarity in arrangement, type, or origin, particularly within the same species

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homologous"
homonym

each of two or more words with the same spelling or pronunciation that vary in meaning and origin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homonym"
homophone

(grammar) one of two or more words with the same pronunciation that differ in meaning, spelling or origin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homophone"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek