pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 1 - Μάθημα 28

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 1
tedious

boring and repetitive, often causing frustration or weariness due to a lack of variety or interest

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tedious"
tedium

the state of being wearied or bored due to repetitive or unchanging activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tedium"
resolute

determined, firm, and unwavering in one's beliefs, decisions, or actions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resolute"
resolution

an official decision that is made, particularly when an official body takes a group vote

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resolution"
to resolve

to find a way to solve a disagreement or issue

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to resolve"
cursive

characterized by letters that are joined in a flowing manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cursive"
cursory

done quickly with a lack of thoroughness or attention to details

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cursory"
hyperbole

a technique used in speech and writing to exaggerate the extent of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hyperbole"
hypercritical

prone to overly harsh judgments and unreasonably critical of small faults

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hypercritical"
nausea

the feeling of discomfort in the stomach, often with the urge to vomit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nausea"
to nauseate

to make someone feel very disgusted, often in a moral sense

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nauseate"
underling

a person of lower rank who serves or works under someone of higher authority

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "underling"
to juxtapose

to set different things next to each other for clear comparison or contrast

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to juxtapose"
juxtaposition

the act of placing two things side by side to produce a contrasting effect

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "juxtaposition"
bronchitis

a condition when the tubes that carry air to one's lungs get infectious

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bronchitis"
bronchus

a major airway in the respiratory system that branches off from the trachea and leads to the lungsea

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bronchus"
optic

relating to the eyes or vision

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "optic"
optician

a person whose job is to test people's eyes and sight or to make and supply glasses or contacts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "optician"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek