pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Μηχανικών και Ηλεκτρονικών

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τη μηχανική και τα ηλεκτρονικά, όπως «τρανζίστορ», «ηλεκτρόδιο», «τάση» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for TOEFL
engineering

a field of study that deals with the building, designing, developing, etc. of structures, bridges, or machines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "engineering"
electronics

the branch of physics and electrical engineering that focuses on designing circuits that use transistors and microchips

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electronics"
transistor

a small semiconductor device, used in television and radio sets, able to amplify or rectify an electric current

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transistor"
semiconductor

a solid substance that conducts electricity or heat better than insulators, but not as well as most metals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "semiconductor"
dc

an electric current that flows only in one direction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dc"
circuit board

a thin board on which the circuits are printed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "circuit board"
short circuit

a failure in a circuit caused when the electricity flows in the wrong route due to wire damage or fault in the connections of wires

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "short circuit"
electrode

a conductor through which electricity travels to or from an object, such as batteries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electrode"
voltage

the electronic potential and force whose measurement unit is volts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voltage"
transformer

an electric device that is used to increase or decrease the voltage of an alternating current

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transformer"
transmitter

a piece of electronic equipment used for sending electromagnetic waves carrying radio or television signals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transmitter"
capacitor

an electric device that is used to accumulate electric charge

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capacitor"
to conduct

to allow heat or electricity be transmitted

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conduct"
to screw

to firmly attach or tighten something using a turning metal fastener

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to screw"
bolt

a piece of metal like a thick nail without a point that used to secure assembled parts by passing through holes and tightening with a nut

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bolt"
nut

a flat piece of metal with a hole in the middle through which a bolt is put to secure or fasten objects together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nut"
cog

a wheel with a set of square or triangular teeth sticking out around the edge that fits into the edge of a similar wheel, causing both wheels to turn

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cog"
diode

an electronic device with two terminals, typically allowing the flow of current in one direction only

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diode"
fuse

an electrical device that is used to stop or control the flow of current in a circuit in case it is too strong

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fuse"
generator

a machine that produces electricity by converting mechanical energy into electrical energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generator"
crank

a device that allows movement between mechanical parts of a machine or converts backward and forward motion into circular movement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crank"
shaft

a metal bar in an engine that enables movement and power to be transmitted from one part to another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shaft"
thermostat

an instrument that automatically controls the temperature of a room, machine, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thermostat"
safety valve

a device that allows steam, liquid, etc. to escape a machine, if the pressure inside the machine becomes too high

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "safety valve"
robotics

an area of technology that is concerned with the study or use of robots

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "robotics"
relay

an electronic device that uses a small electrical current to control a larger current, acting like an automatic switch

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relay"
oscillator

a piece of equipment for generating oscillating electric currents or voltages by non-mechanical means

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oscillator"
insulator

a substance that doesn't conduct heat, sound, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insulator"
solar cell

a device that converts the energy of the sun into electricity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solar cell"
rotor

the rotating part of a machine that revolves around a stationary part

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rotor"
to rewire

to provide new electrical wiring for a building or machine

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rewire"
alternating current

an electric current that reverses direction periodically, typically used in power distribution systems due to its efficiency in long-distance transmission

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternating current"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek