pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C2 - Διοίκηση Επιχειρήσεων

Εδώ θα μάθετε όλες τις βασικές λέξεις για να μιλήσετε για Επιχειρήσεις και Διοίκηση, που συλλέγονται ειδικά για μαθητές επιπέδου C2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C2 Vocabulary
option

a contract that gives the holder the right, but not the obligation, to buy or sell an asset at a predetermined price within a specified time frame

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "option"
book

the official record of financial transactions and accounts for a business, including ledgers, journals, and other accounting documents

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "book"
belt-tightening

an act of spending less money during difficult financial times

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "belt-tightening"
business cycle

the rhythmic pattern of economic growth and decline, consisting of phases such as expansion, peak, contraction, and trough

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "business cycle"
cash cow

a service or product that provides a business or company with a stable income

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cash cow"
comptroller

a financial officer responsible for managing and overseeing the financial accounts and budgets of an organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comptroller"
buyout

the acquisition of a company or a controlling interest in a company's shares, often initiated by an outside entity or a group of investors, resulting in a change of ownership and control

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buyout"
equity

the money one owns in a property after paying back any money one borrowed to buy it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equity"
hedge

a thing or method that protects one against potential problems, particularly financial ones

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hedge"
top line

a company's gross sales or revenues, before any costs or expenses are deducted

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "top line"
cash flow

the movement of money in and out of a business or financial system, indicating its liquidity and financial well-being

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cash flow"
depreciation

a decline in something's price or value

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "depreciation"
cartel

an agreement among independent entities, often businesses, to control prices, production, and distribution in a specific industry, reducing competition and increasing market power

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cartel"
takeover

the acquisition of a company, leading to a change in ownership and often involving the purchase of a substantial portion of its shares

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "takeover"
capital market

a financial market where long-term debt or equity-backed securities are bought and sold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capital market"
asset stripping

the act of buying a company and then selling its assets separately, often at a profit, without regard for the company's long-term viability

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asset stripping"
curtailment

the act of reducing or limiting something in order to reach financial stability

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curtailment"
to wind down

to slowly reduce the activity of a business or organization, leading to its eventual closure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wind down"
bottom line

the amount that was profited or lost in an organization or company after everything was calculated

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bottom line"
supervision

the act or process of overseeing the activities of individuals or a group to ensure compliance with rules or objectives

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supervision"
collective

a cooperative or united group of individuals, entities, or elements working together for a common purpose or interest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "collective"
conglomerate

a corporation formed by merging different firms or businesses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conglomerate"
maladministration

the inefficient or improper management, especially within a public institution or organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maladministration"
directive

a clear instruction or order given to guide actions or decisions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "directive"
syndicate

a group of people or businesses who come together in order to carry out or to fund a particular business project

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "syndicate"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek