pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C2 - Χημεία

Εδώ θα μάθετε όλες τις βασικές λέξεις για να μιλήσετε για τη Χημεία, που συλλέγονται ειδικά για μαθητές επιπέδου C2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C2 Vocabulary
entropy

a thermodynamic measure of the degree of disorder or randomness in a system, denoted by S

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entropy"
solute

a substance that is dissolved in a solvent, resulting in a solution

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solute"
reactant

a substance that takes part in and undergoes a chemical reaction, leading to the formation of new products

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reactant"
catalyst

(chemistry) a substance that causes a chemical reaction to happen at a faster rate without undergoing any chemical change itself

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "catalyst"
catalysis

the acceleration or facilitation of a chemical reaction by a substance (catalyst) that remains unchanged at the end of the reaction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "catalysis"
covalent bond

a chemical bond where atoms share electrons to form a stable molecule

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "covalent bond"
isomer

any of two or more compounds having the same molecular formula but different arrangements of atoms and, consequently, different properties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "isomer"
polymer

a large molecule composed of repeating structural units, or monomers, covalently bonded together in a chain-like structure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polymer"
monomer

a molecule that can chemically bond with other molecules to form a polymer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monomer"
hydrocarbon

a compound composed of hydrogen and carbon atoms, with the simplest form being alkanes, alkenes, or alkynes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hydrocarbon"
ester

a chemical compound derived from the reaction between an alcohol and an organic acid, typically with the elimination of water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ester"
aldehyde

an organic compound with a carbonyl group (C=O) bonded to a hydrogen atom and another carbon atom, commonly found in essential oils and used in various chemical processes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aldehyde"
alcohol

a compound with a hydroxyl group (-OH) attached to a carbon atom, widely used as solvents, fuels, and in pharmaceutical and chemical synthesis

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alcohol"
ketone

an organic compound with a carbonyl group (C=O) bonded to two carbon atoms, commonly found in solvents, pharmaceuticals, and flavorings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ketone"
oxidation-reduction

a chemical reaction where electrons are transferred between substances

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oxidation-reduction"
molarity

the concentration of a solute in a solution, measured in moles per liter (mol/L or M)

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "molarity"
electrolyte

a substance that, when dissolved in a solution, produces ions and enables the conduction of electric current

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electrolyte"
colloid

a mixture where small particles of one substance are evenly dispersed in another substance, typically intermediate in size between solution and suspension particles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "colloid"
corrosion

the gradual destruction of materials by chemical reaction, usually of metals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corrosion"
alkali

any substance with a pH of more than seven that neutralizes acids creating salt and water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alkali"
ammonia

a gas with a strong smell that dissolves in water to give a strongly alkaline solution

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ammonia"
alloy

a combination of two or more metals, creating a metal that is usually stronger or more resistant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alloy"
halogen

a type of chemical element found in Group 17 of the periodic table, known for being highly reactive and commonly used in disinfectants and lights

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "halogen"
isotope

each of two or more forms of the same element that contain equal numbers of protons but different numbers of neutrons in their nuclei, leading to variation in atomic mass

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "isotope"
noble gas

any of the elements in Group 18 of the periodic table, including helium, neon, argon, krypton, xenon, and radon, characterized by their inert nature and stable electron configurations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "noble gas"
emulsion

a mixture of two liquids where tiny droplets of one are evenly dispersed in the other, like oil in water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emulsion"
half-life

the time required for half of a quantity of a substance to undergo a change or decay, typically in the context of radioactive decay or chemical reactions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "half-life"
depleted uranium

a type of uranium that has most of its more radioactive isotopes removed, primarily used for armor-piercing ammunition and shielding

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "depleted uranium"
solvent

a liquid that is capable of dissolving another substance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solvent"
charged

having an electric charge

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charged"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek