pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C2 - Εκπαίδευση

Εδώ θα μάθετε όλες τις βασικές λέξεις για να μιλήσετε για την Εκπαίδευση, που συλλέγονται ειδικά για μαθητές επιπέδου C2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C2 Vocabulary
sorority

a social club for female students in a university or college, especially in the US and Canada

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sorority"
fraternity

a social club for male students in a university or college, especially in the US and Canada

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fraternity"
alumnus

a person, particularly a male one, who is a former student of a college, university, or school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alumnus"
alumna

a former female student or pupil of a school, university, or college

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alumna"
commencement

a formal ceremony marking the completion of an academic program, typically involving the awarding of diplomas or degrees to students who have successfully completed their studies

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commencement"
endowment

a financial contribution or asset given to support specific purposes, like education or charitable activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "endowment"
dean

the head of a faculty or a department of studies in a university

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dean"
grade point average

a number indicating how well a student is doing in the US education system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grade point average"
exeat

a formal permission to be absent, especially from a school or other institution

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exeat"
valedictorian

an elite student with the highest grade throughout school that gets chosen to give a speech at their graduation ceremony

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "valedictorian"
demerit

a point against someone for a fault or wrongdoing, often used in educational or disciplinary contexts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "demerit"
colloquium

a formal and academic conference or seminar

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "colloquium"
crib

a translation or paraphrase of a literary work, often used for study or reference

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crib"
practicum

a supervised practical experience or training period, often part of an academic course, allowing students to apply theoretical knowledge in real-world settings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "practicum"
bursary

a financial grant or scholarship typically awarded to support a student's education

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bursary"
matriculation

the formal enrollment process at a university or college

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "matriculation"
pedant

a person who overly emphasizes minor details or rules, often displaying a pretentious or excessive concern for academic correctness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pedant"
monograph

a detailed written account of a particular subject, usually in the format of a short book

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monograph"
prodigy

a person, typically a child, who demonstrates exceptional talent or ability in a particular area, often beyond what is considered normal for their age

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prodigy"
conservatory

a school or college that people attend to for studying music, theater, or some other form of art

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conservatory"
didactics

the practice of teaching and its methods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "didactics"
ratiocination

the process of logical thinking or reasoning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ratiocination"
to flunk

to fail in reaching the required standard to succeed in a test, course of study, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flunk"
to invigilate

to monitor, especially during an examination, to ensure that rules are followed and cheating is prevented

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invigilate"
to scrutinize

to examine something closely and carefully in order to find errors

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scrutinize"
to ditch

to deliberately absent oneself from a class or school activity without permission

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ditch"
interdisciplinary

involving or combining multiple academic disciplines or fields of study

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interdisciplinary"
esoteric

intended to be understood and known by a small group of people who possess a specific type of knowledge

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "esoteric"
didactic

aiming to teach a moral lesson

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "didactic"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek