pattern

Απόφαση, Πρόταση και Υποχρέωση - Υποχρέωση και Κανόνες

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την υποχρέωση και τους κανόνες όπως "aderence", "binding" και "comply".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Decision, Suggestion, and Obligation
to abide by

to follow the rules, commands, or wishes of someone, showing compliance to their authority

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to abide by"
adherence

the fact of complying with a command, order, impulse, etc. or following someone's rules and beliefs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adherence"
to adhere to

to keep following a certain regulation, belief, or agreement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to adhere to"
age limit

a rule that prevents people of certain age from doing specific activities or having access to certain services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "age limit"
application

the act of putting something to work

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "application"
be to

used to express necessity or obligation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "be to"
to be obliged to do something

to have a moral duty or be forced to do a particular thing, often due to legal reasons

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [be|feel] obliged {to do sth}"
to bend the rules

to do something that is not strictly according to rules, often by making exceptions

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [bend|stretch] the rules"
binding

legally required to be followed and cannot be avoided

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "binding"
to bring something into force

‌to start to use or implement a new law, rule, etc.

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [bring] {sth} into force"
one's bounden duty

something that is considered as one's responsibility or moral obligation

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "{one's} bounden duty"
to break in

to enter someone's property by force and without their consent, particularly to steal something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to break in"
burden of proof

the responsibility or obligation placed on someone to provide sufficient evidence or justification to support a claim or accusation, typically in a legal or argumentative context

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "burden of proof"
bylaw

a set of rules or directives made and maintained by an authority, especially in order to regulate conduct

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bylaw"
to bypass

to circumvent or avoid something, especially cleverly or illegally

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bypass"
to circumvent

to evade an obligation, question, or problem by means of excuses or dishonesty

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to circumvent"
circumvention

the act of evading something by going around it, especially in a clever or illegal way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "circumvention"
clarion call

an instruction or message that is very clear about what needs to be done

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clarion call"
compelling

persuasive in a way that captures attention or convinces effectively

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compelling"
compliance

the act of following rules or regulations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compliance"
compliant

willingly obeying rules or doing what other people demand

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compliant"
compulsory

forced to be done by law or authority

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compulsory"
condition

a rule or term that must be met to reach an agreement or make something possible

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "condition"
conformance

the act of following or obeying the rules of something particular

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conformance"
to contravene

to violate an established legal standard, policy, or procedural protocol

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contravene"
contravention

refusal to conform with a law or rule

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contravention"
to comply

to act in accordance with rules, regulations, or requests

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to comply"
controlled

managed or regulated according to legal guidelines or regulations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "controlled"
default

a failure to fulfill official demands and obligations especially ones concerning financial matters

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "default"
to defy

to refuse to respect a person of authority or to observe a law, rule, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to defy"
to deregulate

to remove or reduce regulations or restrictions on a particular industry or activity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deregulate"
deregulation

the act of freeing from regulation (especially from governmental regulations)

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deregulation"
deregulatory

relating to the removal or reduction of governmental power or regulations from an industry, commodity, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deregulatory"
derogation

the partial abolishment of a law or restriction; an occasion in which a law or rule can be ignored or circumvented

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "derogation"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek