pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Βεβαιότητα και Αμφιβολία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις σχετικά με τη βεβαιότητα και την αμφιβολία, όπως «αμφιβολία», «διαβεβαιώνω», «αναμένω» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for TOEFL
certainty

the state of being sure about something, usually when there is proof

σίγουρα, βεβαιότητα

σίγουρα, βεβαιότητα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "certainty"
doubt

a feeling of disbelief or uncertainty about something

αμφιβολία, δισταγμός

αμφιβολία, δισταγμός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "doubt"
confusion

a state of being confused and not having a clear understanding of an action, behavior, etc.

δυσκολία (dyskolía), ανθρώπινη σύγχυση (anthrópini sýchysi)

δυσκολία (dyskolía), ανθρώπινη σύγχυση (anthrópini sýchysi)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confusion"
confidence

a feeling of hopefulness that derives from an optimistic attitude and mindset that allows one to see the bright side of things especially future events

Αυτοπεποίθηση, Εμπιστοσύνη

Αυτοπεποίθηση, Εμπιστοσύνη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confidence"
probability

the likelihood or chance of an event occurring or being true

πιθανότητα, ευχέρεια

πιθανότητα, ευχέρεια

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "probability"
probable

having a high possibility of happening or being true based on available evidence or circumstances

πιθανός, έγκυρος

πιθανός, έγκυρος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "probable"
to suspect

to think that something is probably true, especially something bad, without having proof

υποψιάζομαι, υποθέτω

υποψιάζομαι, υποθέτω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suspect"
to assure

to make someone feel confident or certain about someone or something

διασφαλίζω, βεβαιώνω

διασφαλίζω, βεβαιώνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assure"
to hesitate

to pause before saying or doing something because of uncertainty or nervousness

δίσταζω, αναβάλλω

δίσταζω, αναβάλλω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hesitate"
hesitation

the act of pausing before doing or saying something because one feels unsure

ενδοιασμός, αναστολή

ενδοιασμός, αναστολή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hesitation"
conviction

a belief or opinion that is very strong

πίστη (písti), πεποίθηση (pepoíthisi)

πίστη (písti), πεποίθηση (pepoíthisi)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conviction"
to guarantee

to make sure that something will occur

εγγυώμαι, διασφαλίζω

εγγυώμαι, διασφαλίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to guarantee"
to ensure

to make sure that something will happen

εξασφαλίζει, διασφαλίζει

εξασφαλίζει, διασφαλίζει

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ensure"
to expect

to think or believe that it is possible for something to happen or for someone to do something

αναμένω, περιμένω

αναμένω, περιμένω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expect"
speculative

according to opinions or guesses instead of facts or evidence

εικαστικός, θεωρητικός

εικαστικός, θεωρητικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "speculative"
concrete

according to facts instead of opinions

συγκεκριμένος, πραγματικός

συγκεκριμένος, πραγματικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concrete"
undeniable

clearly true and therefore impossible to deny or question

αδιάμφισβήτητος, αναμφισβήτητος

αδιάμφισβήτητος, αναμφισβήτητος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "undeniable"
debatable

subject to argument or disagreement

αμφισβητούμενος, διαμφισβητούμενος

αμφισβητούμενος, διαμφισβητούμενος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "debatable"
inevitable

unable to be prevented

αναπόφευκτος, αδιάφορος

αναπόφευκτος, αδιάφορος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inevitable"
bound

likely to happen or sure to experience something

σίγουρος (síggouros), αναμενόμενος (anamenómenos)

σίγουρος (síggouros), αναμενόμενος (anamenómenos)

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bound"
tentative

not firmly established or decided, with the possibility of changes in the future

προσωρινός, συνεκτικός

προσωρινός, συνεκτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tentative"
convinced

having a strong belief in something

πεπεισμένος,  εισπράττοντας πίστη

πεπεισμένος, εισπράττοντας πίστη

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convinced"
set

prepared or likely prepared for something

έτοιμος, προετοιμασμένος

έτοιμος, προετοιμασμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "set"
inconclusive

not producing a clear result or decision

αταυτοποίητος, μη αποφασιστικός

αταυτοποίητος, μη αποφασιστικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inconclusive"
presumably

used to say that the something is believed to be true based on available information or evidence

προδήλως, ήδη

προδήλως, ήδη

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "presumably"
to assume

to think that something is true without having proof or evidence

υποθέτω, νομίζω

υποθέτω, νομίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assume"
assumption

an idea or belief that one thinks is true without having a proof

υπόθεση, παραδοχή

υπόθεση, παραδοχή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assumption"
decidedly

in a way that is certain and beyond any doubt

αποφασιστικά, κατηγορηματικά

αποφασιστικά, κατηγορηματικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decidedly"
supposedly

used to suggest that something is assumed to be true, often with a hint of doubt

δήθεν, υποτίθεται

δήθεν, υποτίθεται

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supposedly"
doubtful

improbable or unlikely to happen or be the case

αβέβαιος, υπό αμφισβήτηση

αβέβαιος, υπό αμφισβήτηση

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "doubtful"
dubious

causing doubt or suspicion

αμφίβολος, σοβαρός

αμφίβολος, σοβαρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dubious"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek