pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Ο κόσμος της τέχνης

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τον κόσμο της τέχνης, όπως «καλλιτεχνικό», «σκίτσο», «πηλό» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for TOEFL
sculpture

the art of shaping and engraving clay, stone, etc. to create artistic objects or figures

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sculpture"
ceramics

the process or art of making objects out of clay that are heated to become resistant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ceramics"
pottery

the skill or activity of making dishes, pots, etc. using clay

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pottery"
oil painting

the art or technique of painting with oil paint

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oil painting"
watercolor

the art or practice of painting with watercolors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "watercolor"
graphics

the designs, pictures or drawings that are used in publications

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "graphics"
landscape

a style of painting that deals with the nature

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "landscape"
abstract

(of a form of art) characterized by the use of shapes, colors, lines, forms, etc. to convey emotions, concepts, or ideas, rather than illustrating recognizable objects or scenes from the physical world

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abstract"
artistic

involving artists or their work

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "artistic"
classical

related to the language, literature, art, or culture of ancient Rome and Greece

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "classical"
graffiti

pictures or words that are drawn on a public surface such as walls, doors, trains, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "graffiti"
to capture

to manage to express a mood, quality, scene, etc. accurately in a piece of art

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to capture"
illustration

a picture or drawing in a book, or other publication, particularly one that makes the understanding of something easier

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illustration"
to sketch

to produce an elementary and quick drawing of someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sketch"
to carve

to shape or create by cutting or sculpting, often using tools or a sharp instrument

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to carve"
clay

a type of heavy and sticky soil that is molded when wet and is baked to become hardened in pottery or ceramic making

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clay"
Renaissance

the period between the 14th and 16th centuries in Europe, marked by a rise of interest in Greek and Roman cultures, which is dominant in the art, philosophy, etc. of the times

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Renaissance"
realistic

depicting things as what they are in real life

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "realistic"
symbolic

consisting of or employing symbols

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "symbolic"
viewpoint

an angle or a place which provides a particular view

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "viewpoint"
figure

a recreation of a human or animal body in sculpture or drawing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "figure"
to pose

to maintain a specific posture in order to be photographed or painted

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pose"
canvas

a piece of cloth that artists paint on, especially with oil paints

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "canvas"
foreground

the part of a scene, photograph, etc. that is closest to the observer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foreground"
palette

a thin oval board that a painter uses to mix colors and hold pigments on, with a hole for the thumb to go through

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "palette"
contrast

differences in color or in brightness and darkness that an artist uses in a painting or photograph to create a special effect

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contrast"
harmony

a pleasing combination of things in a way that forms a coherent whole

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "harmony"
inspiration

something, such as a brilliant idea that comes to mind suddenly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inspiration"
masterpiece

a piece of art created with great skill, which is an artist's best work

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "masterpiece"
auction

a public sale in which goods or properties are sold to the person who bids higher

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "auction"
bid

a formal offer of a price for buying an item, especially at an auction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bid"
collector

someone who gathers things, as a job or hobby

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "collector"
curator

someone who is in charge of a museum, taking care of a collection, artwork, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curator"
to exhibit

to present or show something publicly to inform or entertain an audience

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exhibit"
decorative

intended to look attractive rather than being of practical use

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decorative"
contemporary

belonging to the current era

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contemporary"
sculptor

someone who makes works of art by carving or shaping stone, wood, clay, metal, etc. into different forms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sculptor"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek