pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Το περιβάλλον και ο καιρός

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για το περιβάλλον και τον καιρό, όπως «ecology», «refine», «toxic» κ.λπ. που χρειάζονται για την εξέταση TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for TOEFL
ecosystem

a community of living organisms together with their physical environment, interacting as a system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ecosystem"
ecology

the scientific study of the environment or the interrelation of living creatures and the way they affect each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ecology"
sanctuary

an area for birds and animals to live and to be protected from dangerous conditions and being hunted

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sanctuary"
green belt

a strip of open land around a city where construction is prohibited in order to protect the environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "green belt"
reserve

an area in which animals, etc. are protected

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reserve"
environmentalism

provision of care for the environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "environmentalism"
fossil fuel

a fuel that is found in nature and obtained from the remains of plants and animals that died millions of years ago, such as coal and gas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fossil fuel"
alternative fuel

any fuel that can be used instead of fossil fuels

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternative fuel"
sustainable

using natural resources in a way that causes no harm to the environment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sustainable"
zero-emission

(of a vehicle) not producing gases harmful to the environment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "zero-emission"
environmentally friendly

referring to actions, products, or practices that aim to preserve or protect the natural environment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "environmentally friendly"
biodegradable

(of an object) able to be broken down by living organisms such as bacteria, which is then safe for the environment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biodegradable"
eco-friendly

referring to products, actions, or practices that are designed to cause minimal harm to the environment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eco-friendly"
to refine

to remove unwanted or harmful substances from another substance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to refine"
preservation

the action of keeping something the way it is or in good condition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preservation"
nonrenewable

(of a natural resource or source of energy) existing in limited amounts and not replaceable after being used

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nonrenewable"
conservation

the protection of the natural environment and resources from wasteful human activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conservation"
acid rain

rain containing a great deal of acidic chemicals, caused by air pollution, which can harm the environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acid rain"
carbon footprint

the amount of carbon dioxide that an organization or person releases into the atmosphere

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carbon footprint"
climate change

a permanent change in global or regional climate patterns, including temperature, wind, and rainfall

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "climate change"
wildfire

a large fire that spreads fast and causes much destruction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wildfire"
tsunami

a very high wave or series of waves caused by an undersea earthquake or volcanic eruption

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tsunami"
toxic

consisting of poisonous substances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toxic"
pollutant

any substance that is harmful to the environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pollutant"
greenhouse effect

a global problem that is caused by the increase of harmful gases such as carbon dioxide which results in gradual warming of the earth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "greenhouse effect"
smog

a combination of smoke and fog that is considered a form of air pollution

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smog"
ozone layer

a layer of gases in the earth's atmosphere that does not let the sun's ultraviolet radiation pass through

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ozone layer"
eruption

the sudden outburst of lava and steam from a volcanic mountain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eruption"
deforestation

the extensive removal of forests, typically causing environmental damage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deforestation"
to contaminate

to make a place, substance, etc. dirty or harmful by adding dangerous material

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contaminate"
consumption

the action or process of using a resource such as energy or food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consumption"
blizzard

a storm with heavy snowfall and strong winds

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blizzard"
Fahrenheit

related to or using a temperature scale on which water boils at 212° and freezes at 32°

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Fahrenheit"
centigrade

related to or using a temperature scale on which water boils at 100° and freezes at 0°

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "centigrade"
humid

(of the climate) having a lot of moisture in the air, causing an uncomfortable and sticky feeling

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "humid"
monsoon

a period in the summer during which wind blows and rain falls in India or other hot South Asian countries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monsoon"
thunder

the loud crackling noise that is heard from the sky during a storm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thunder"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek