pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Γεωργία και Φυτά

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τη γεωργία και τα φυτά, όπως «yield», «hay», «reap» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for TOEFL
agricultural

related to the practice or science of farming

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agricultural"
peasant

a farmer who owns or rents a small piece of land, particularly in the past or in poorer countries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peasant"
to cultivate

to prepare and use land for growing plants or crops by planting seeds, tending to them, and providing necessary care

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cultivate"
to yield

(of a farm or an industry) to grow or produce a crop or product

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to yield"
harvest

agricultural products collected from one crop season

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "harvest"
growing season

a time of the year during which the plants have good condition to grow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "growing season"
plantation

a large piece of land used for growing sugar cane, coffee, tea, etc., particularly in a hot country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plantation"
to raise

to grow or reproduce animals or plants

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to raise"
to produce

to raise or grow something naturally, in large numbers

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to produce"
to plow

to use a large farming equipment to dig the ground and make it ready for farming

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plow"
to reap

to cut or gather a crop

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reap"
cereal

any plant that is produced for grains that can be eaten or used in making flour

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cereal"
crop

all the fruit, wheat, etc. harvested during a season

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crop"
wheat

the common grain that is used in making flour, taken from a cereal grass which is green and tall

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wheat"
soy

a legume native to East Asia, commonly used in various food products and for its oil

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soy"
sugar cane

a type of tall tropical plant that sugar can be extracted from its stems

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sugar cane"
barley

a cereal grain used as food for humans and animals and for making alcoholic beverages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barley"
hay

cut and dried grass, for animals to feed on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hay"
vineyard

a piece of land on which grapes are grown to make wine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vineyard"
mill

a building in which flour is made out of grain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mill"
ripe

(of fruit or crop) fully developed and ready for consumption

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ripe"
pest

an insect or small animal that destroys or damages crops, food, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pest"
pesticide

a type of chemical substance that is used for killing insects or small animals that damage food or crops

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pesticide"
livestock

animals that are kept on a farm, such as cows, pigs, or sheep

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "livestock"
dairy

milk and milk products that are produced by mammals such as cows, goats, and sheep collectively

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dairy"
to fertilize

to increase productivity of the soil by spreading suitable substances on it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fertilize"
fertilizer

a chemical or natural material that is added to the soil to improve its productivity and help plants grow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fertilizer"
barn

a building on a farm in which people keep their animals, straw, hay, or grains

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barn"
stable

a building, typically found on a farm, designed to house horses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stable"
greenhouse

a glass structure used for growing plants in and protecting them from cold weather

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "greenhouse"
to bloom

(of a plant) to produce flowers and display them in full color

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bloom"
bud

a part of a plant from which new flowers, leaves, or stems develop

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bud"
bush

a type of plant small in size with several stems in the ground

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bush"
weed

any wild and unwanted plant that may harm the process of growth in a farm or garden

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weed"
root

the underground part of a plant that absorbs water and minerals, sending it to other parts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "root"
palm

a tropical tree with a big trunk and feather-like or fan-shaped leaves

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "palm"
oak

a large tree, known for its strong wood and popular fruit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oak"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek