pattern

Χερσαία Μεταφορά - Προσωπικά οχήματα και οχήματα απόδοσης

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με προσωπικά οχήματα και οχήματα επιδόσεων, όπως "ποδήλατο", "τσόπερ" και "σπορ αυτοκίνητο".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Land Transportation
unicycle

a type of vehicle that has only one wheel and is used for transportation or entertainment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unicycle"
bicycle

a vehicle with two wheels that we ride by pushing its pedals with our feet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bicycle"
cycle

a vehicle with two wheels designed for propulsion by foot pedals like a bicycle or tricycle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cycle"
bike

a vehicle that has two wheels and moves when we push its pedals with our feet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bike"
safety bicycle

a type of bicycle with two wheels of the same size, featuring pedals and a chain drive, designed for stability and ease of use compared to earlier bicycle designs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "safety bicycle"
tandem

a bicycle built for two or more riders, sitting one behind the other, with both riders able to pedal together to propel the bike

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tandem"
tricycle

a vehicle with three wheels that is typically ridden by children and has pedals and handlebars for steering

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tricycle"
electric unicycle

a self-balancing, single-wheeled personal transportation device

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electric unicycle"
electric bicycle

a bicycle equipped with an electric motor to assist propulsion, often with the option to pedal or use motor power

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electric bicycle"
handcycle

a type of human-powered vehicle powered by the arms rather than the legs, typically used by people with lower-limb disabilities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handcycle"
kick scooter

a human-powered vehicle with a handlebar, deck, and wheels, propelled by pushing off the ground with one foot while the other foot rests on the deck

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kick scooter"
scooter

a light motor vehicle with a floorboard on which the rider puts their legs, and with wheels of usually small size

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scooter"
segway

a self-balancing electric vehicle used for short-distance transportation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "segway"
velomobile

a pedal-powered vehicle like a bike, but it has a cover to protect the rider and make it go faster

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "velomobile"
quadricycle

a four-wheeled vehicle that is powered either by pedals or a motor and is smaller and lighter than a car

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quadricycle"
monowheel

a single-wheeled vehicle typically featuring a rider inside or outside the wheel's circumference

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monowheel"
dicycle

a type of vehicle with two parallel wheels, often designed for stability and balance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dicycle"
motorcycle

a vehicle with two wheels, powered by an engine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motorcycle"
moped

a motorcycle with a weak engine and pedals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "moped"
motorbike

a light vehicle that has two wheels and is powered by an engine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motorbike"
motor scooter

a two-wheeled vehicle with a step-through frame and a small engine, typically used for personal transportation in urban areas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motor scooter"
cabin motorcycle

a vehicle combining elements of a traditional motorcycle with enclosed cabin features, providing enhanced weather protection and sometimes additional seating

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cabin motorcycle"
chopper

a custom-built motorcycle characterized by its extended front forks and modified frame

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chopper"
personal luxury car

a high-end vehicle designed for comfort and prestige rather than practicality or affordability

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personal luxury car"
land yacht

a large, luxurious vehicle designed for comfortable travel over land, often used for leisure or recreational purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "land yacht"
gravity racer

a non-motorized vehicle typically used in downhill racing, relying solely on gravity for propulsion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gravity racer"
sports car

a small, fast, and low car that has a powerful engine, usually seats two people, and often has a removable or foldable roof

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sports car"
supercar

a high-performance, luxury automobile designed for exceptional speed, power, and driving dynamics

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supercar"
hypercar

an extremely high-performance, exotic sports car designed with cutting-edge technology and materials to achieve extraordinary speed and agility

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hypercar"
grand tourer

a high-performance luxury car designed for long-distance driving with a blend of comfort, speed, and style

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grand tourer"
muscle car

a high-performance vehicle typically characterized by a powerful engine and a mid-sized chassis, designed for straight-line speed and acceleration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "muscle car"
pony car

a compact sports car known for its affordability, stylish design, and emphasis on performance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pony car"
race car

a specially designed, high-performance vehicle used in competitive racing events

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "race car"
go-kart

a small, usually open-wheel vehicle with a low center of gravity, designed for recreational or competitive racing on kart tracks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "go-kart"
hot hatch

a high-performance variant of a compact car, typically featuring sportier styling, enhanced handling, and increased power compared to standard models

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hot hatch"
sports sedan

a high-performance four-door car designed for both comfort and speed, blending practicality with sporty handling

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sports sedan"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek