pattern

Χερσαία Μεταφορά - Όροι και τύποι οχημάτων

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με όρους και τύπους οχημάτων, όπως "automobile", "off-road όχημα" και "econobox".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Land Transportation
vehicle

a large object with an engine, such as a car or truck, used for transporting people or goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vehicle"
automobile

a motorized vehicle designed for personal transportation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "automobile"
car

a road vehicle that has four wheels, an engine, and a small number of seats for people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "car"
motor vehicle

any type of vehicle that is powered by an engine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motor vehicle"
model

a particular type or version of a product, such as a car model

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "model"
two-wheeler

a vehicle with two wheels, typically a bicycle or motorcycle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "two-wheeler"
three-wheeler

a vehicle with three wheels

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "three-wheeler"
four-wheeler

a vehicle with four wheels, commonly referred to as a car, truck, or ATV

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "four-wheeler"
left-hand drive

(of a vehicle) with the steering wheel on the left side

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "left-hand drive"
right-hand drive

(of a vehicle) with the steering wheel on the right side

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "right-hand drive"
keyless

of something that does not require a physical key for operation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "keyless"
stick shift

a type of car transmission where the driver has to change gears by hand using a lever

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stick shift"
manual

a vehicle operated or controlled by physical effort, typically involving a gearshift and clutch mechanism rather than automatic controls

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "manual"
automatic

a vehicle that changes gears automatically without manual intervention

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "automatic"
self-driving car

a vehicle that can drive itself without needing a person to control it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-driving car"
driverless car

a vehicle that can operate without a human driver

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "driverless car"
automotive vehicle

an automotive vehicle is a motorized machine designed for transportation on roads, typically powered by an internal combustion engine or electric motor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "automotive vehicle"
wheeled vehicle

a type of transportation that moves on wheels, such as cars, trucks, bicycles, or wagons

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wheeled vehicle"
tracked vehicle

a type of vehicle that moves on tracks or caterpillar treads, commonly used in military vehicles, tanks, and some construction equipment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tracked vehicle"
commercial vehicle

a vehicle used for transporting goods or passengers for profit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commercial vehicle"
emergency vehicle

a vehicle used by emergency services such as police, fire departments, or medical services to respond to urgent situations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emergency vehicle"
off-road vehicle

a type of vehicle designed to be used on rough or uneven surfaces, like dirt trails or rocky terrain, rather than on smooth roads

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "off-road vehicle"
utility vehicle

a vehicle designed for practical use, often for transporting goods or performing work tasks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "utility vehicle"
recreational vehicle

a motorized or towable vehicle equipped with living amenities, designed for temporary accommodation and travel enjoyment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recreational vehicle"
street-legal vehicle

a vehicle that meets the legal requirements for use on public roads

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "street-legal vehicle"
horse-drawn vehicle

a type of transportation powered by one or more horses pulling a carriage, wagon, or other vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "horse-drawn vehicle"
self-propelled vehicle

a type of transportation that moves on its own without needing to be pushed or pulled by an external force, like a car with an engine or an electric scooter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-propelled vehicle"
single-track vehicle

a vehicle designed to travel on a single narrow track, typically referring to motorcycles and bicycles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "single-track vehicle"
narrow-track vehicle

a type of vehicle characterized by a reduced width compared to standard vehicles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "narrow-track vehicle"
omni directional vehicle

a vehicle capable of moving in any direction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "omni directional vehicle"
amphibious vehicle

a type of transportation that is capable of operating on both land and water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amphibious vehicle"
alternative fuel vehicle

a vehicle that runs on fuel sources other than traditional gasoline or diesel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternative fuel vehicle"
green vehicle

a vehicle that is designed to have a minimal impact on the environment, typically by using alternative fuels or energy sources such as electricity or hydrogen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "green vehicle"
hybrid vehicle

a car that uses both a regular gasoline engine and an electric motor to save fuel and produce fewer emissions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hybrid vehicle"
zero-emission

(of a vehicle) not producing gases harmful to the environment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "zero-emission"
gas guzzler

a car or truck that uses a lot of fuel, leading to higher fuel costs and more environmental impact

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gas guzzler"
electric car

a car that has electricity as its power source instead of gasoline or diesel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electric car"
solar car

a vehicle powered by solar energy through photovoltaic cells integrated into its design, typically used for sustainable transportation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solar car"
performance car

a car designed and built for high speed, acceleration, and overall driving dynamics

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "performance car"
custom car

a car that has been modified or built according to the owner's preferences or specifications

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "custom car"
company car

a car that is owned and provided by a company to its employees to use for work-related purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "company car"
econobox

a small, economical car, typically with a focus on fuel efficiency and affordability

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "econobox"
sporty

(of a car) having a design or characteristics that suggest speed or performance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sporty"
articulated

made up of distinct, connected parts that can move or bend

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "articulated"
roadholding

the ability of a vehicle to maintain traction and stability on the road surface

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "roadholding"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek